ἀγᾶς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγᾶς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀγᾶς ὁ, κοιν. καὶ Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀᾶς Λυκ. (Λιβύσσ.) Θηλ. ἀγάδαινα Μεγίστ. ἀγάαινα Κάλυμν. ἀγαδῖνα Λέσβ. ἀγαῖνα Κάλυμν.

Ετυμολογία

Τουρκ. aga=κύριος, ἀρχηγός, διοικητής.

Σημασιολογία

1)Ἄρχων, πρόκριτος κοινότητος κοιν. καὶ Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Φρ. Περνᾷ σὰν ἀγᾶς (ἐπὶ τοῦ ζῶντος πλουσιοπαρόχως) Κρήτ. κ.ἀ. Ἔφαγα σὰν ἀγᾶς (ἔφαγα τροφὴν καὶ πολλὴν καὶ καλὴν) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Κάθιτι σὰν ἀγᾶς (ἐπὶ τοῦ ζῶντος ἀέργως, διότι διὰ τοὺς ἀγᾶδες εἰργάζοντο οἱ Χριστιανοὶ) αὐτόθ.|| Παροιμ. Ἀγᾶς μιλάει, γαϊδούρι κλάνει (ἐπὶ τοῦ μὴ σεβομένου τοὺς ἀνωτέρους του) Πελοπν. (Μάν.) Δ᾿λεύου σὰ σκλάβους κὶ τρώου σὰν ἀγᾶς (ἐπὶ τοῦ ἐργαζομένου ὑπερβολικῶς καὶ οὐδόλως φειδομένου διὰ τὴν καλὴν καὶ πλουσίαν διατροφήν του) Στερελλ. (Ἀκαρναν.) Κατὰ τὸν ἀγᾶ καὶ τὸ πισκέσι (ἀνάλογος πρὸς τὴν ἀξίαν τινὸς εἶναι καὶ ἡ πρὸς αὐτὸν συμπεριφορὰ) Στερελλ. (Θῆβ.) Κ᾿ ἰβὼ μὶ τοὺν ἀᾶν μιλοῦ κιˬ ἀποὺ τοὺ σακκούλλιν του γιμίν-νου (καὶ ἐγὼ μὲ τὸν ἀγᾶν ὁμιλῶ καὶ ἀπὸ τὸ σακκούλλιν του γεμίζω. Ἐπὶ τοῦ καυχωμένου ὅτι ἔχει ἰσχυροὺς προστάτας) Λιβύσσ. -Γνωμ. Γέροι θέλουν χαϊδέματα, ἀγᾶδες θέλουν ἄσπρα (πρέπει νὰ δεκάσῃ τις τοὺς ἰσχυροὺς διὰ νὰ ἐπιτύχῃ τι) Πελοπν. (Γορτυν.) Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. Θήρ. ἐμπροθέτως δὲ ᾿ς τ᾿ Ἀγᾶ τοπων. Κρήτ. (Βιάνν.), ᾿ς τ᾿ Ἀγᾶ τοὺ λάκκου Θεσσ. β)Ἀπόλυτος κύριος καὶ ἐξουσιαστής τινος Κρήτ.: Στὸ πρᾶμα μου εἶμαι ἀγᾶς. 2)Τίτλος τιμητικὸς ἐπιτασσόμενος κατὰ τὴν Τουρκικὴν σύντ. τοῦ κυρίου ὀν. Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ὁ Γεˬώρ᾿ ἀγᾶς, ὁ Γιˬάνν᾿ ἀγᾶς κτλ. (ἐκ τῆς κλητ. Γεˬώρ᾿ ἀγᾶ, Γιˬάνν᾿ ἀγᾶ, ἀντὶ Γεˬώρτς ἀγᾶς, Γιˬάννες ἀγᾶς) Χαλδ. 3)Συνεκδ. Τοῦρκος Κρήτ. Πελοπν. (Λάστ.) κ.ἀ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/