ἁγιˬοχώματος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁγιˬοχώματος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἁγιˬοχώματος ἐπίθ. ΑΚαρκαβ. Ἀρχαιολόγ. 73 καὶ 134.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἅγιος καὶ τοῦ οὐσ. χῶμα.
Σημασιολογία
Ἐκεῖνος οὗ εἴθε μετὰ θάνατον νὰ ἁγιάσῃ τὸ χῶμα (αἰτία τοῦ σχηματισμοῦ τοῦ συνθ. αἱ συνήθεις φρ. ν᾿ ἁγιˬάσῃ τὸ χῶμα του! ν᾿ ἁγιˬάσουν τὰ χώματά του! ἅγιο τὸ χῶμα ποῦ κείτεται!):Ἦταν καλὴ γυναῖκα ἡ ἁγιˬοχώματη! Ἔκλαψαν κ᾿ ἔκαμαν τὸν ἁγιˬοχώματο θέλοντας καὶ μὴ νὰ δώσῃ ἐκεῖνο τὸ μοιράδι (διὰ τῶν δακρύων των ἔπεισαν τὸν μακαρίτην, οὗ εἴθε μὰ ἁγιάσῃ τὸ χῶμα, νὰ δώσῃ κτλ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA