ἁγισεληνᾶτο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁγισεληνᾶτο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἁγισεληνᾶτο τό, ἀμάρτ. ἁισεληνᾶτο Μεγίστ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. *ἁγιˬασεληνᾶτο παρὰ τὴν γενικ. ἁγιˬᾶς-Ἑλένης, εἰς τὴν ὁποίαν προσετέθη ἡ καταλ. -ᾶτο κατ᾿ ἐπίδρασιν τῶν συνων. ἁγικωσταντινᾶτο καὶ κωσταντινᾶτο. Τὸ α τῆς συλλαβῆς –γιˬας ἀπεβλήθη κατ᾿ ἀναλογ. τοῦ ἁγικωσταντινᾶτο.
Σημασιολογία
Βυζαντιακὸν νόμισμα φέρον τὴν εἰκόνα τῶν ἁγίων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης, τὸ ὁποῖον πιστεύεται ὅτι ἔχει δύναμιν θαυματουργὸν καὶ χρησιμοποιεῖται ὡς περίαπτον. Συνών. ἁγίασμα 5, ἁγικωσταντινᾶτο, κωσταντινᾶτο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA