ἀβανάκης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβανάκης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀβανάκης ἐπίθ. Βιθυν. (Κατιρ.) ἀβανάκ᾿ς Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Πόντ. (Κοτύωρ. Σάντ. Χαλδ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Τουρκ. avanak.
Σημασιολογία
Βλάξ, ἠλίθιος ἔνθ’ἀν.:Μὲ πιˬάνει γιˬ᾿ ἀβανάκη (μὲ ἐκλαμβάνει ὡς ἠλίθιον) Κατιρ. Χατί ἀβανάκ᾿ς ἔν᾿! (τί βλὰξ εἶναι) Κοτύωρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA