ἀβανεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβανεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀβανεύω Χίος ἀβανεύγω Χίος ἀανεύγω Κάρπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀβανιˬά. Περὶ τῆς ἀναπτύξεως τοῦ γ εἰς τὸν τύπ. ἀβανεύγω ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,49.
Σημασιολογία
1)Συκοφαντῶ, διαβάλλω, κατηγορῶ ἀδίκως Κάρπ.: Τὸν ἀάνεψαν τὸν ἄνθρωπον. Συνών. ἀβανιˬάζω 1, ἀβανίζω. 2) Ἀδικῶ Χίος: Μοῦ πῆρε τὸ σπίτι μου καὶ μ᾿ ἀβάνεψε.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA