ἀβαν-τάγιˬο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβαν-τάγιˬο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀβαν-τάγιˬο τὸ, Εὔβ. (Κύμ.) Θήρ. Κεφαλλ. Νάξ. Σῦρ. κ.ἀ. ἀβαν-τάγιˬου Β.Εὔβ. ’βαν-τάγιˬο Ζάκ. Πελοπν. (Συκεˬὰ Κορινθ.) ’βαν-τάγιˬου Στερελλ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεσν. Λατιν. avantagium. Πβ. καὶ τὸ παρὰ Δουκ. ἀβαν-τάτζιον=κέρδος.
Σημασιολογία
1)Κέρδος, ὠφέλεια, ὑπεροχή, πλεονέκτημα Ζάκ. Θήρ. Κεφαλλ. Νάξ. Πελοπν. (Συκεˬὰ Κορινθ.) κ.ἀ. Ἔχει πολλὰ ἀβαν-τάγιˬα Κεφαλλ. Τὸ πῆρε αὐτὸ τὸ βαν-τάγιˬο Συκεˬὰ Κορινθ. 2)Θάρρος Εὔβ. (Κύμ.) Σῦρ.: Φρ. Κάνω ἀβαν-τάγιˬο (ἔχω θάρρος, ὑπομονήν) Κύμ. β)Ἠθικόν στήριγμα Στερελλ. κ.ἀ.:Ἔχου τοὺ σόϊ μ’ ’βαν-τάγιˬου Στερελλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA