ἀβαν-τάριο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβαν-τάριο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀβαν-τάριο τό, Κυκλ. (Ἄνδρ. κ.ἀ.) ’βεν-τάριο Κέρκ. Κεφαλλ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἑνετ. aventario=κατάλογος πραγμάτων, σημειωματάριον, ἐκπεσόντος τοῦ α ἐν τῷ πληθ. τ’ ἀβεν-τάρια -τὰ ’βεν-τάρια.

Σημασιολογία

1)Κατάλογος, βιβλίον καταγραφῆς, σημειωματάριον, κττ. Κυκλ. β) Ἐκκλησιαστικὸς κῶδιξ, κατάστιχον, εἰς τὸ ὁποῖον καταγράφονται ὅλα τὰ ἐκκλησιαστικὰ κτήματα καὶ τὰ ἐξ αὐτῶν εἰσοδήματα τῆς ἐκκλησίας Κέρκ. γ) Ἰδιωτικὸν προικοσύμφωνον, εἰς τὸ ὁποῖον καταγράφονται τὰ πράγματα, τὰ ὁποῖα δίδονται ὡς προὶξ εἰς τὴν νύμφην Ἄνδρ. κ.ἀ.: Χωρὶς ἀβαν-τάριο παντρεύτηκε Ἄνδρ. 2)Καταγραφὴ περιουσίας Κεφαλλ.: Ἐπέθανε ὁ bάρbας του ἄκλερος καὶ θὰ κάμῃ ’βεν-τάριο (δηλ. θὰ προβῇ εἰς τὴν ἀπογραφὴν τῆς περιουσίας του). Σήμερα ἔχουμε ’βεν-τάριο! (εἰρων. κατὰ μεταφ. χρῆσιν ἐπὶ ἀταξίας ἐπίπλων δωματίου ἢ οἰκίας).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/