ἀγκαθερὸ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγκαθερὸ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγκαθερὸ τό, Ἀθῆν. κ.ἀ. ἀγκαθ-θερὸν Κύπρ. ἀγκατ-τερὸν Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀγκαθερός.
Σημασιολογία
1)Τόπος, ὅπου φύονται πολλαὶ ἄκανθαι Ἀθῆν. Κύπρ. κ.ἀ.:Οἱ φοράδες ἐβόσκοντον ᾿ς τ᾿ ἀγκαθ-θερὰ Κύπρ. Μέσ᾿ ᾿ς τ᾿ ἀγκατ-τερὰ ἐπῆεν νὰ σπείρῃ αὐτόθ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀγκαθεˬὰ I5. 2)Μεταφ. ὀδυνηρὸν ἀπόστημα τῆς χειρός, κακὸ σπυρὶ Ἀθῆν.: Ἔβγαλα ᾿ς τὸ χέρι μου ἀγκαθερό. Συνών. ἀγκάθι 2β, θεριˬάγκαθο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA