ἀγκάθι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγκάθι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγκάθι τό, κοιν. καὶ Καππ. (Σινασσ.) Πόντ. (Οἰν.) ἀγκάθιν Πόντ. (Οἰν.) ἀγκάθ-θιν Λυκ. (Λιβύσσ.) Κύπρ. ἀγκάθ-θι Μεγίστ. ἀγκάτ-τιν Κύπρ. ἀgάτ-τι Ἀπουλ. ἀgάθι πολλαχ. ἀγκάθ᾿ Β.Εὔβ. Ἤπ. Θεσσ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Καππ. (Ἀνακ. Σίλατ.) Μακεδ. (Βογατσ. Πάγγ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.) κ.ἀ. ἀgάθι Θεσσ. ἀgάθ᾿ Θεσσ. Θρᾴκ. (Αἶν. κ.ἀ.) Κυδων. Λέσβ. Πάρ. (Λεῦκ.) Προπ. (Κύζ.) Σάμ. κ.ἀ. ἀγκάτ᾿ Καππ. (Φερτ.) ἀγκάφ᾿ Καππ. (Ἀραβάν.) ἀγκάζ᾿ Καππ. ἀκάθ-θι Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀκάτθιν Σύμ. ἀκάτθι Σύμ. ἀκάτ-τι Σύμ. ἀκάτι Ἀπουλ. (Καλημ.) ἀκάτχι Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀgάσι Σέριφ. ᾿γκάθ-θιν Κύπρ. ἀχάντιν Πόντ. (Κερασ. Οἰν. κ.ἀ.) ἀχάντι Πόντ. (Ὄφ.) ἀχάντ᾿ (Κοτύωρ. Κρώμν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ᾿χάντιν Πόντ. (Κολων.) ᾿χάντι Πόντ. (Σινώπ.)
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ. ἀκάνθιν ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀκάνθιον. Περὶ τοῦ γκ ἀντὶ τοῦ κ κατ᾿ ἐπίδρασιν τοῦ ἀγκίστρι, ἀγκύλη κτὁ. Πβ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 6 (1894) 143 καὶ ΜΝΕ 2,139 καὶ 502. Ὁ τύπ. ἀχάντιν οὐχὶ ἐκ τοῦ ἀγκάθι ἢ ἄλλου τινὸς τύπ., ἀλλ᾿ ἀνεπτύχθη αὐτοτελῶς ἤδη ἀπὸ τῶν μεσν. χρόνων. Πβ. Εὐσταθ. Ἰλ. 468,30 «τὰ γοῦν ἀκάνθια ἀχάντιὰ τινές φασιν ἑῴων ἀνδρῶν»καὶ 746,19 «ἔστι δέ μέχρι καὶ νῦν ἀκοῦσαι πολλοὺς τῶν ἀγροίκων οὕτω καὶ τὰ ἀκάνθια ἀχάντα λέγοντας».
Σημασιολογία
1)Ἡ ὀξεῖα καὶ βελονοειδὴς ἀπόφυσις εἰς τὰ φύλλα ἢ τοὺς κλώνους ἢ τὸν κορμὸν φυτοῦ, γενικώτερον δὲ πᾶν ἀκανθῶδες φυτόν, ἄκανθα κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ.) Καλαβρ. (Μπόβ. κ.ἀ) Καππ. (Ἀνακ. Ἀραβάν. Σίλατ. Σινασσ. Φερτ. κ.ἀ.) Πόντ. (Κερασ. Κολων. Κοτύωρ. Κρώμν. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Σινώπ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.):Μ᾿ μπῆκι ἕν᾿ ἀγκάθ᾿ ᾿ς τοὺ πουδάρι μ᾿ Αἰτωλ. Πάτ᾿σα ᾿να ἀγκάθι Σινασσ. Ἡ τρανταφυλλεˬὰ ᾿ει ᾿γκάθκιˬα Κύπρ. Ἐσέβεν τ᾿ ἀχάντ᾿ ᾿ς σὸ ποδάρ᾿ν ἀτ᾿ (ἐνεπήχθη ἡ ἄκανθα εἰς τὸν πόδα) Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ. Τ᾿ ὀρμάν᾿ ὅλον ἀχάντ καὶ τριβόλ ἐγομῶθεν (τὸ δάσος ἐπληρώθη ὁλόκληρον ἀπὸ ἀκάνθας καὶ τριβόλους) Τραπ. || Φρ. Ἀgάθι τὸ ᾿χει καμωμένο (τὸ ἔχει λεπτύνει, ὀξύνει πολὺ εἰς τὸ ἄκρον, ὡς λ.χ. ὅταν στρίβῃ τις τὸν μύστακα) Κρήτ. Κακὸ ἀγκάθι (ἡ παρωνυχὶς) Ζάκ. Τὸν ἔκαμε κιˬ ἁλώνιζε ἀγκάθιˬα (ἐπὶ τοῦ αὐστηρῶς τιμωρουμένου ὡς ὁ ἀναγκαζόμενον νὰ ἁλωνίζῃ ἀκανθώδη χόρτα καὶ ὑποκείμενος εἰς τοὺς νυγμοὺς καὶ τὰς λοιπὰς σοβαρωτέρας ἐνοχλήσεις τῶν ἀκανθῶν) Πελοπν. (Λακων.) Ἀχάντ καὶ τριβόλ (ἐπὶ παντοειδῶν ἀκανθωδῶν καὶ ἀχρήστων χόρτων καὶ μεταφ. ἐπὶ μεγάλων καὶ δυσυπερβλήτων ἐμποδίων, τὰ ὁποῖα συναντᾷ τις εἰς ἐπιχείρισίν του) Τραπ. Χαλδ. Ἀχάντιν ἐγένουμουν ᾿ς σ᾿ ὀμμάτ τ᾿ (ἄκανθα ἔγινα εἰς τοὺς ὀφθαλμούς του, ἤτοι φθονεῖ βλέπων με εὐτυχοῦντα) Κερασ. Ἀχάντιν γίνεται ᾿ς τὴ δουλεία μ᾿ (εἰς τὴν ἐργασίαν μου, ἤτοι παρουσιάζεται ὡς πρόσκομμα εἰς τὴν ἐργασίαν μου) αὐτόθ. ᾿Σ τ᾿ ἀγκάθι στέκω (ζητῶ ἀφορμὴν πρὸς φιλονικίαν) Πελοπν. Κάθομαι ᾿ς τ᾿ ἀγκάθιˬα (εἶμαι ἀνυπόμονος, ἀνήσυχος ὡς πρὸς τὴν αἰσίαν ἔκβασιν ὑποθέσεώς τινος) Ἤπ. κ.ἀ. Ἀγκάθιˬα ἔχει ὁ κῶλός του (ἐπὶ τοῦ μὴ καθημένου ἡσύχως, ἀλλὰ διαρκῶς κινουμένου) Ζάκ. Πελοπν. (Δημητσάν.) κ.ἀ. Στέκουμι ᾿ς τ᾿ ἀγκάθιˬα (εἶμαι ἕτοιμος πρὸς ἀναχώρησιν ἢ εἶμαι πολὺ βιαστικὸς) Αἰτωλ. Ἔ᾿ κιˬ αὐτὸς τ᾿ ἀγκάθι τ᾿ (τὴν ὀδύνην, λύπην) αὐτόθ. Τοὺ ᾿χα ἀgάθ᾿ ᾿ς τ᾿ gαρδιˬὰ (μὲ ἔθλιβε, μὲ ἐλύπει πολὺ) Κυδων. Μοῦ ᾿κατσε ἀγκάθι (ἐπὶ τοῦ προξενοῦντος διαρκῆ ἐνόχλησιν ὡς ἡ εἰσερχομένη που τοῦ σώματος καὶ δυναμένη εὐκόλως νὰ ἐξαχθῇ ἄκανθα) Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Εἶν᾿ ἕν᾿ ἀγκάθι! (ἐπὶ ἀνθρώπου φιλέριδος, ὀχληροῦ, κακοῦ) πολλαχ. Διˬαόλου ἀgάθιˬα (ἐπίβουλοι καὶ μοχθηροὶ ἄνθρωποι) Κεφαλλ. || Παροιμ. Ἀπ᾿ ἀγκάθι βγαίνει ρόδο κιˬ ἀπὸ ρόδο βγαίνει ἀγκάθι (ὡς ἐκ τῶν ἀκανθῶν βλαστάνει τὸ ρόδον καὶ παρὰ τὸ ρόδον ἡ ἄκανθα, οὕτω καὶ ἐκ τῶν πονηρῶν γονέων γεννῶνται χρηστὰ τέκνα καὶ τἀνάπαλιν ἐκ χρηστῶν γονέων ἀνάξιοι τούτων υἱοί. Πβ. ἀρχ. παρὰ Πλουτάρχ. Περὶ τοῦ ἀκούειν 44Ε «ὡς ἀν᾿ ἐχινόποδας καὶ ἀνὰ τρηχεῖαν ὄνωνιν | φύονται μαλακῶν ἄνθεα λευκοΐων») πολλαχ. Τὸ καμάρι τοῦ χωριˬοῦ καὶ τ᾿ ἀγκάθι τοῦ σπιτιˬοῦ (ἐπὶ ἀνθρώπου καλῶς φερομένου μὲν πρὸς τοὺς ξένους, κακῶς δὲ πρὸς τοὺς οἰκείους) Πελοπν. (Κορινθ.) Τ᾿ ἀγκάθι ἀπὸ μικρὸ ἀγκελώνει (ὅτι ὁ πονηρὸς ἀπὸ τρυφερᾶς ἡλικίας ρέπει εἰς τὸ κακὸν) Πελοπν. (Πύργ.) Καλουκιρ᾿νὸ ἀγκάθ᾿, χειμουνιˬάτ᾿κου μαρού᾿ (ἐπὶ ὀπωρικοῦ μὴ τρωγομένου εἰς τὸν καιρὸν τῆς παραγωγῆς του) Αἰτωλ. Ἂς μὶ κρατῇ ἡ μαννούλλα μ᾿ κιˬ ἂς μὶ κρατῇ ᾿ς τ᾿ ἀγκάθιˬα (ἡ στοργὴ τῆς μητρὸς ἐξαφανίζει πᾶσαν δυσάρεστον ἐντύπωσιν) αὐτόθ. Ἐβγῆκε τ᾿ ἀγκάθι ἀπὸ τὸ χωράφι (ἐπὶ πονηροῦ ἀνθρώπου ἐκλιπόντος) Πελοπν. (Λάστ.) Ἔβγαλε τ᾿ ἀγκάθι ἀπὸ τὸ χωράφι (ἐξεδικήθη τιμωρήσας τὸν κακὸν) Δημητσάν. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Ἤπ. Κρήτ. Μῆλ. β)Πληθ. ἀγκάθιˬα, τὰ βελονοειδῆ φύλλα τῆς ἐλάτης Αἰτωλ. γ)Τὸ φυτὸν σκόλυμος ὁ Ἱσπανικὸς (scolymus Hispanicus) τῆς τάξεως τῶν συνθέτων (compositae) ἀγν. τόπ. δ)Τὸ φυτὸν κνίδη ἡ διοίκιος (urtica dioeca) τῆς τάξεως τῶν κνιδωδῶν (urticaceae) Πόντ. (Σινώπ.) Συνών. τσουκνίδα. ε)Ἀγκάθι βόιδινο, τὸ φυτὸν ὄνωνις ἡ ἀκανθώδης (ononis spinose) τῆς τάξεως τῶν ἐλλοβοκάρπων (leguminosae) ΘΧελδράιχ. 24.Συνών. ἀνωνίδα. ς)Ἀγκάθι βαφῶν, τὸ ἀκανθῶδες φυτὸν δίψακος ὁ γναφευτικὸς (dispacus fullonum) τῆς τάξεως τῶν διψακωδῶν (dipsacaceae) ΘΧελδράιχ 45. ζ)Ἀκάτθιν τοῦ Χριστοῦ, τὸ φυτὸν ἀτρακτυλὶς ἡ λευκόκαυλος (carthamus leucocaulos) τῆς τάξεως τῶν συνθέτων (compositae) ὀνομασθὲν οὕτω ἐκ τοῦ ἀκανθίνου στεφάνου τοῦ Χριστοῦ (κατὰ τὴν παράδ. πολλῶν ἀκανθῶν ὁ χυμὸς εἰκονίζει τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ) Σύμ. Συνών. σταυραγκάθι. η)Μάγισσας ἀχάντιν, τὸ φυτὸν κίστος ὁ ἐλελισφακόφυλλος (cistus salvifolius) τῆς τάξεως τῶν κιστωδῶν (cistaceae), τοῦ ὁποίου περιαιροῦντες τὸν φλοιὸν κατὰ τὸν Μάιον μῆνα κατασκευάζουν σταυροὺς ὡς ἀποτρόπαια τῆς τῶν μαγισςῶν ἐπηρείας. Πόντ. (Κερασ.) θ)Θρὶξ ἀκανθώδης Πόντ. (Κερασ.):οιράχαντου ἀχάντ (ἀκανθοχοίρου ἀκανθώδεις τρίχες). ι)Σάρωθρον ἐκ θάμνου ἀκανθώδους Πόντ. (Κερασ.):Νὰ δκομπῶ καὶ ἀχάντιν ᾿κ᾿ ἔχω (θὰ σαρώσω καὶ σάρωθρον δὲν ἔχω). ια) Ἡ ἀκανθώδης σπονδυλικὴ στήλη τῶν ἰχθύων ἰδίως, εἶτα δὲ γενικώτερον ζῴου καὶ ἀνθρώπου, ἡ ραχοκοκκαλεˬὰ Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Λέσβ. Πόντ. (Κερασ. Τραπ.) Σύμ. κ.ἀ.:Πονῶ τ᾿ ἀκάτ-τι μου Σύμ. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Σομ. Συνών. ἀγκάθα 2, ἄγκαθας 2. 2)Συνεκδ. φῦμα γεννώμενον ἐξ ἀκάνθης, ἡ ὁποία ἐνεπήχθη καὶ ἔμεινε πολὺν καιρὸν ἐντὸς τῆς σαρκὸς Κρήτ. β)Ἀπόστημα γεννώμενον εἰς τὸν λιχανὸν ἢ ἀλλαχοῦ τῆς χειρὸς καὶ τοῦ σώματος Κρήτ. Σῦρ. (Ἑρμούπ.) κ.ἀ.- Λεξ. Περίδ.:Ἔβγαλα ἀgάθι ᾿ς τὸ χέρι Ἑρμούπ. Ἔβγαλεν ἀγκάθι ᾿ς τὴ μασκάλη Περίδ. Συνών. ἀγκαθερὸ 2, θεριˬάγκαθο. γ)Εἶδος ἐξανθήματος γεννωμένου ὑπὸ τὴν γλῶσσαν ἰδίως τῶν βρεφῶν Πόντ. (Οἰν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA