ἀβαντζάρω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβαντζάρω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀβαντζάρω Ζάκ. Θήρ. Μῆλ. Σίφν. κ.ἀ. ἀβαντζάρου Ἤπ. (Ἄρτ.) Κυδων. Λέσβ. κ.ἀ. ἀβαντζάρω Κεφαλλ. Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Σῦρ. ἀβαντζέρνω Βιθυν. Κέρκ. Κεφαλλ. Κρήτ. Παξ. ’βαντζάρω Σύμ. ’βαντζέρνω Κρήτ. ’βατζέρω Κίμωλ. Σύμ. Ἀόρ. ἀβάντζαρα καὶ ἀβαντζάρισα.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἰταλ. avanzare=κινῶ, φέρω εἰς τὰ πρόσω, προάγω, προβιβάζω.Ἡ τοῦ α ἀπώλεια ἐν τῷ τύπ. ’βαντζάρω ὀφείλεται εἰς τὴν συνεκφ. μετὰ τοῦ νὰ ἢ θά, ὡς ν’ ἀβαντζάρω-νὰ βαντζάρω.
Σημασιολογία
Α) Μετβ. 1)Ὑπερβάλλω, ὑπερτερῶ τινος εἶμαι ἀνώτερός τινος Ζάκ. Κρήτ. Σύμ. κ.ἀ.: ᾎσμ. Γιˬατὶ θωρῶ καὶ ’βάντζαρες τὸβ βασιλεˬὰ ’ς τὴ γνῶσι Σύμ. 2)Προσφέρω περισσότερα, πλειοδοτῶ ἐν δημοσίῳ πλειστηριασμῷ πρὸς ἀγορὰν πράγματός τινος Θήρ. Κίμωλ. Κρήτ. Κυδων. Λέσβ. Μῆλ. Νάξ. Σίφν. Σῦρ. κ.ἀ.: Ἀβατζάρισα πενήντα γρόσιˬα (κατὰ πεντήκοντα γρόσια. Τὸ γρόσι εἶναι νόμισμα Τουρκικὸν) Κρήτ. Τήνε ’βαντζέρω τὴθ θεμωνιˬὰ Κίμωλ. Ἐβάντζαρε τὸ μουκατᾶ (ἐπλειοδότησεν εἰς τὴν ἐνοικίασιν τοὺ φόρου τῆς δεκάτης) Κρήτ. Πβ. ἀναβαντζάρω. β)Αὐξάνω τι Κρήτ.: Νὰ τοῦ ’βαντζάρῃς τοῦ χτημάτου τὸ γέμι (νὰ αὐξήσῃς τὴν τροφὴν τοῦ ζῴου). 3) Ὑπερτιμῶ τι Κρήτ. Σῦρ.: Ἀβαντζάρανε τὸ ψωμὶ Κρήτ. Ἀβαντζάρισε τὴ ζάχαρι Σῦρ. 4)Ἔχω δοῦναι ὑπόλοιπον χρηματικῆς ὀφειλῆς, ὀφείλω ὑπόλοιπον Κέρκ. Κεφαλλ. κ.ἀ. Τί σοῦ ἀβαντζέρνω; Κέρκ. Σοῦ ἀβαντζέρνου πέντε δραχμὲς Κεφαλλ. 5)Ἔχω λαμβάνειν παρὰ ὀφειλέτου συνήθως ὑπόλοιπον τοῦ χρέους του Ἤπ. (Ἄρτ.) Ζάκ. Κέρκ. Κεφαλλ. Παξ. κ.ἀ.: Ἀβαντζέρνω δέκα δραχμὲς ἀπὸ τὸν δεῖνα Κέρκ. Ἀβαντζάρω νᾶ λάβω δέκα δραχμὲς (παρατηρητέα ἡ κατὰ πλεονασμὸν χρῆσις τοῦ ρ. νὰ λάβω) Ζάκ. 6)Ἔχω περίσσευμα, συνήθως ἄνευ ἀντικ. Κεφαλλ.: Παροιμ. Δούλευε νὰ ζῇς καὶ κλέφτε ν’ ἀβατζέρνῃς (ὅτι μὲ τὴν ἐργασίαν μὲν κατορθώνει τις νὰ ζῇ, ἀλλὰ μὲ τὰς κλοπὰς νὰ κάμνῃ καὶ περισσεύματα καὶ ἑπομένως νὰ πλουτήσῃ). Β)Ἀμετβ. 1)Προχωρῶ Κεφαλλ. Παξ. κ.ἀ.: Πολὺ ἀβαντζάρεις Κεφαλλ. Μὴν ἀβαντζάρῃς πολὺ (συνήθως ἐπὶ πλοίου προσεγγίζοντός που) Παξ. 2)Προοδεύω, προκόπτω Σῦρ.: Τὸ παιδὶ ἀβαντζάρισε. 3)Περισσεύω, πλεονάζω Ζάκ. Κεφαλλ. Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) κ.ἀ.: Μοῦ ἀβαντζάρισε ὁ μοῦστος καὶ δὲν ἔχω ἀγγεῖα νὰ τὸν βάλω Ζάκ. Σοῦ ἀβαντζάρει τίποτα τροφὴ νὰ μοῦ δώσῃς; αὐτόθ. Ἔφταξε τὸ ψωμὶ τ’ς ἐργάτες; -Ἔφταξε κιˬ ἀβάντζαρε καὶ πολὺ Κρήτ. Τ’ ἀβαντζάρουνε πεντακόσιˬα γρόσιˬα κάθε μῆνα αὐτόθ. Πάς κιˬ ἀβαντζάρει σου νὰ μοῦ δανείσῃς ἕνα ψωμί; (πάς=μήπως) Ἀπύρανθ.|| Παροιμ. Ἀβάντζαρε τοῦ σκύλλου πίττα (εἰρων. ἐπὶ τοῦ ἀπόρου, ὁ ὁποῖος θέλει νὰ ἐπιδειχθῇ ὡς εὔπορος) Κρήτ. Τοῦ χωριˬάτη τὸ σκοινὶ μονὸ δὲ σώνει, μὰ διπλὸ σώνει κιˬ ἀβατζέρνει (ἐπὶ ὑπολογισμῶν μωρῶν καὶ ἐσφαλμένων. Πβ. ΝΠολίτ. Παροιμ. 4,488) Κεφαλλ. β)Μένω ὡς ὑπόλοιπον, ὑπολείπομαι ὡς περίσσευμα Ζάκ. Κρήτ. κ.ἀ.: ᾎσμ. ’Σ τὴν Ἀραπιˬὰ πουλήσανε οἱ Τοῦρκοι τὰ παιδιά μας κιˬ ὅσοι κιˬ ἂν ἀβαντζάραμε εἰς τὰ βουνὰ γλακοῦμε ξυπόλυτοι κιˬ ὁλόγδυμνοι γιˬὰ νὰ λευτερωθοῦμε (γλακῶ=τρέχω) Κρήτ. 4)Ὑπερτιμῶμαι Βιθυν.: Τὸ στάρι ἀβατζάρισε.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA