ἀγκαθιˬάζω (II)
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγκαθιˬάζω (II)
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀγκαθιˬάζω (II) ἀμάρτ. ἀγκαδιˬάζω Κύπρ. ἀγκαδκιˬάζω Κύπρ. ἀγκαδιˬῶ Κύπρ. ἀγκαδκιˬῶ Κύπρ. ἀγκακιˬῶ Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀγκαθὸς<κανθός. Πβ. ΧΠαντελ. ἐν Λεξικογρ. Ἀρχ. 6 (1923) 119.
Σημασιολογία
Παρατηρῶ μετὰ προσοχῆς, ἐξετάζω ἐρευνῶ:Ἄρκησεν ταὶ τὲς στράτες ἀγκαδκιˬοῦσιν (ἤργησε νὰ ἔλθῃ καὶ τοὺς δρόμους παρατηροῦν). Ἀγκάδιˬασα ταὶ ᾿ὲν ηὗρα τον. Ἀγκάδκιˬα ἂν ἔρκεται (παρατήρει κτλ.) Ἀγκάδκιˬα νὰ ᾿βρῃς τὸ καλάθιν. || ᾎσμ. Ξέρεις τ᾿ ἐμέν, τὴν μάνναν μου, ταὶ ξέρεις τὴν γενεˬάν μου,ἀγκάδιˬα τὰ μοισίδιˬα μου ταὶ ᾿δὲ τὴν συντυιˬάν μου (παρατήρει τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ προσώπου καὶ ἰδέ, ἤτοι ἄκουσον, τὴν ὁμιλίαν μου).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA