ἀγγελοθώρημα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγγελοθώρημα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀγγελοθώρημα τό, ἀμάρτ. ἀντζελοθώρησαν Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀγγελοθωρῶ.

Σημασιολογία

Τὸ βλέπειν τὸν ἄγγελον τοῦ θανάτου, ψυχορραγία. Συνών. ἀγγελοθωριὰ I, ἀγγελοθώριˬασμα, ἀγγελομάχημα, ἀγγελομαχητό, ἀγγελόσκιˬασμα 1, ἀγγελοφόρεμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/