ἀγγελοκαμωμένος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγγελοκαμωμένος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀγγελοκαμωμένος ἐπίθ. Ἀθῆν. Α.Ρουμελ. (Σωζόπολ.) Εὔβ. Ρόδ. Τῆλ. κ.ἀ. ἀgελοκαμωμένος Κεφαλλ. Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) κ.ἀ. ἀγγιλουκαμουμένους Θεσσ. Μακεδ. (Καταφύγ.) κ.ἀ. ἀgιλουκαμουμένους Θρᾴκ. (Αἶν.) Σάμ. κ.ἀ. ἀγγελοκαωμένος Παξ. ἀντζελοκαμωμένος Εὔβ. Κάλυμν. Μεγίστ. κ.ἀ
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄγγελος καὶ τοῦ καμωμένος μετοχ. τοῦ ρ. κάνω. Εἰς τὸ ἀγγελοκαωμένος ἀπεβλήθη τὸ μ κατ᾿ ἀνομ.
Σημασιολογία
Ὁ καμωμένος, ἤτοι ὁ πλασμένος ὡς ἄγγελος, ὁ ὡραῖος εἰς τὴν μορφὴν καὶ εἰς τὴν σωματικὴν ἐν γένει παράστασιν ἔνθ᾿ ἀν.: ᾿Εδὰ ᾿φτὸς εἶν᾿ ἀgελοκαμωμένος Ἀπύρανθ. || ᾌσμ. Πρῶτα θὰ φάῃ τὰ μάτιˬα μου τ᾿ ἀντζελοκαμωμένα, ὔστερις τὰ φρυδάτσιˬα μου τὰ καμπανογραμμένα (ἀντζελοκαμωμένα μάτιˬα=ὡραία ὡς τοῦ ἀγγέλου. καμπανογραμμένα=καμπύλα, τοξοειδῆ) Εὔβ. Ἀgελοκαμωμένη μου, πο͜ιὰ βρύσι σὲ ποτίζει καὶ στέκεις πάdα δροσερὴ κιˬ ἀνθεῖς καὶ λουλουδίζεις; Ἀπύρανθ. Καρ᾿δένιˬους εἶν᾿ οὑ ἀραbᾶς, τριχούλλιˬα ἀσημένιˬα, κὶ τὰ βουδάκιˬα ποῦ τραυοῦν ἀgιλουκαμουμένα (καρυδένια εἶναι ἡ ἅμαξα, οἱ τροχοὶ ἀσημένιοι καὶ τὰ βόδια ἐξαισίας μορφῆς. Πβ. ἄγγελος Β 2 β) Αἶν. Ἀγγελοκαμωμένη μου, σγουροξανθομαλλοῦσα Ἀθῆν. Κ᾿ ἐγὼ παίρνω ὄμορφα κορμιˬὰ τ᾿ ἀgελοκαμωμένα Κεφαλλ. Εἶμαι ψηλός, εἶμαι λυγνὸς κι ἀγγελοκαμωμένος Ρόδ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀγγελικᾶτος 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA