ἀγγελοκάμωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγγελοκάμωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀγγελοκάμωτος ἐπίθ. Ἀθῆν. Δαρδαν. Ἤπ. Πελοπν. (Αἴγ.) κ.ἀ. ἀgελοκάμωτος Κεφαλλ. Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ᾿gελοκάμωτος Κύθν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄγγελος καὶ τοῦ ρ. κάνω.
Σημασιολογία
Ὁ πλασμένος ὡς ἄγγελος κατὰ τὴν μορφὴν καὶ τὴν σωματικὴν ἐν γένει παράστασιν, ὁ ἔχων κάλλος ἀγγελικόν, εὐειδής, ὡραῖος ἔνθ᾿ ἀν.: Ἀγγελοκάμωτο παιδάκι Ἀθῆν. Ὄχου μιˬὰν ὀμορφιˬὰ τσῆ κωπέλλας, ἀgελοκάμωτη θαρρεῖς πῶς εἶναι! Ἀπύρανθ.|| ᾌσμ. Κορίτσ᾿ ἀγγελοκάμωτο κ᾿ ἐρωτοπληγωμένο ᾿ς τὸ παραθύρι τοῦ γιˬαλοῦ ἐγλυκοτραγουδοῦσε Ἤπ. Κυρά μ᾿ ἀγγελοκάμωτη, κορμάκι ζαχαρένιο, γιˬατί βαστᾷς τέτο͜ι᾿ ἀπονιˬὰ ᾿ς ἐμένα τὸν καηˬμένο; Δαρδαν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀγγελικᾶτος 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA