ἀγγελοκόβω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγγελοκόβω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀγγελοκόβω Ἄνδρ. Θρᾴκ. (Σκοπ. Σηλυβρ.) Κωνπλ. κ.ἀ. ἀgελοκόβω Κύθν. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Φιλότ.)
Ετυμολογία
ἀγγελοκόβω Ἄνδρ. Θρᾴκ. (Σκοπ. Σηλυβρ.) Κωνπλ. κ.ἀ. ἀgελοκόβω Κύθν. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Φιλότ.)
Σημασιολογία
1)Διὰ φωνῶν καὶ κλαυθμῶν καὶ θορυβωδῶν ἐν γένει κινήσεων ἀπομακρύνω τὸν ἄγγελον τοῦ θανάτου ἐμποδίζων οὕτω τὸν μελλοθάνατον νὰ παραδώσῃ τὴν ψυχήν του καὶ παρατείνων τὴν ἀγωνίαν του μέχρι τῆς μετὰ ὥρας καὶ ἡμέρας ἐπανόδου τοῦ ψυχοπομποῦ ἀγγέλου Ἄνδρ. Θρᾴκ. (Σηλύβρ.) Κύθν. Κωνπλ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Φιλότ.) κ.ἀ.: Μὴν τῆς μιλῇς νὰ μὴν τὴν ἀγγελοκόψῃς Ἄνδρ. Τὸν ἀγγελόκοψαν κ᾿ ἔζησε ἄλλες δυˬὸ μέρες Κωνπλ. Ἐχετὲ βράδ᾿ ἐψυχομάχε͜ιε, μ᾿ ἀgελοκόψαν το gαὶ ἀκόμα νὰ ξεψυχήσῃ Ἀπύρανθ. Μὴ dοῦ δώσῃς νερό, γιˬατὶ τὸν ἀgελοκόβεις Φιλότ. Ἀγγελοκόπηκε ὁ ἄρρωστος Σηλυβρ. Ἀgελοκομμένο τὸν ἔχουν τὸν ἔρημο καὶ δὲν παραδώνει (δηλ. τὴν ψυχήν του) Ἀπύρανθ. Ἀgελοκομμένη τὴν ἔχουν ἀπὸ χτὲ βράδυ καὶ τυραγνε͜ιέται αὐτόθ.|| Φρ. Ποῦ νὰ ἀgελοκόβγεσαι! (νὰ βασανίζεσαι ψυχορραγῶν ἐπὶ μακρὸν χρόνον. Ἀρὰ) Φιλότ. Συνών. ἀγγελοσκιˬάζομαι (δι᾿ ὃ ἰδ. ἀγγελοσκιˬάζω 4). 2)Ἀφαιρῶ τὴν ψυχὴν διὰ βιαίου πλήγματος, ἐπιφέρω αἰφνίδιον θάνατον Θρᾴκ. (Σκοπ.): Φρ. Νὰ σὲ ἀγγελοκόψῃ! (ἐνν. ὁ Χάρως. Ἀρά).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA