ἀγγελόκομμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγγελόκομμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγγελόκομμα τό, Θρᾴκ. (Σηλυβρ. Σκοπ.) κ.ἀ. ἀgελόκκομα Κύθν. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀγγελοκόβω.
Σημασιολογία
Ἡ διὰ φωνῶν καὶ κλαυθμῶν τῶν οἰκείων καὶ παντὸς ἐν γένει θορύβου κώλυσις τοῦ ψυχορραγοῦντος νὰ παραδώσῃ τὴν ψυχήν του εἰς τὸν ἄγγελον τοῦ θανάτου, ὅστις διακοπτόμενος εἰς τὸ ἔργον του ἀποχωρεῖ καὶ ἐπανέρχεται μετὰ ὥρας ἢ ἡμέρας, οὕτω δὲ παρατείνεται ἡ ἀγωνία τοῦ ἑτοιμοθανάτου ἔνθ᾿ ἀν.: Τ᾿ ἀγγελόκομμα δὲν εἶναι καλὸ Σηλυβρ. Ἂς ἤξερεν ἐδὰ κἀνεὶς κ᾿ εὐτὸ τὸ ἀgελόκομμα κ᾿ εἶdα ᾿ναι! Ἀπύρανθ. Πῶς ὑποφέρει ἡ ἔρημη, δὲν ξεψυχᾷ, μὰ λές κ᾿ ἐgελοκόψαν τηνε κ᾿ εἶναι τ᾿ ἀgελοκομμάτου ἡ τυραγνία ποῦ τραυᾷ αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA