ἀγγελόκοφτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγγελόκοφτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀγγελόκοφτος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀgελόκοφτος Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀγγελοκόβω τοῦ ἀρκτικοῦ α προσλαβόντος σημ. στερήσεως μόνον διὰ τῆς προπαροξυτονίας. Ἰδ. ἀ- στερητ. 2α.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ κωλυόμενος διὰ κλαυθμῶν, φωνῶν καὶ ἄλλων ἐνοχλήσεων νὰ ἐκπνεύσῃ ἡσύχως: Ἀgελόκοφτο τὸν ἔχουν μὰ θὰ τὸν ἀgελοκόψουνε μὲ τσοὶ φωνάρες τωνε. Σωπᾶτε ποῦ ᾿ναι ἀgελόκοφτη, μὴ dὴν ἀgελοκόψετε. Ἀντίθ. ἀγγελοκομμένος (δι᾿ ὃ ἰδ. ἀγγελοκόβω 1).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA