ἀγγελοκρουσμὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγγελοκρουσμὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀγγελοκρουσμὸς ὁ, Λευκ. Κέρκ. Παξ. κ.ἀ. ἀγγελοκρουσμὸς ΔΣολωμ. 251 (ἔκδ. Κερκ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀγγελοκρούω.
Σημασιολογία
1)Ὁ θάνατος συνήθως ὁ αἰφνίδιος Λευκ. κ.ἀ. –ΔΣολωμ. ἔνθ᾿ ἀν.: Ποίημ. Ἀπὸ τὸ πρῶτο μίλημα ᾿ς τὸν ἀγγελοκρουμό του ΔΣολωμ. ἔνθ᾿ ἀν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀγγελικὸ 1. 2)Ὁ τρόμος, τὸν ὁποῖον ἐμπνέει τις διὰ τῆς εἰδεχθοῦς καὶ ἀπαισίας ὄψεως (καθὼς ὁ τρόμος, τὸν ὁποῖον αἰσθάνεται τις βλέπων τὸν ἄγγελον τοῦ θανάτου) Κέρκ. Παξ. Συνών. ἀγγελόκρουσμα 2. β)Πρόσωπον, τὸ ὁποῖον δύναται νὰ μᾶς προξενήσῃ διὰ τῆς ὄψεώς του τρόμον Κέρκ. Παξ.: Αὐτὴ εἶναι ἀγγελοκρουσμός. Συνών. ἀγγελόκρουσμα 2β.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA