ἀγγελομμάτης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγγελομμάτης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀγγελομμάτης ἐπίθ. Ἤπ. Ἰων. (Κρήν.) Κέρκ. Κυκλ. Χίος κ.ἀ. ἀgελομμάτης Θήρ. κ.ἀ. ἀγγιλουμμάτ᾿ς Μακεδ. (Κοζ. Σισάν.) Στερελλ. (Λοκρ.) κ.ἀ. ἀντζελομμάτης Χίος ἀτζιλουμμάτ᾿ς Κυδων. Λέσβ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἄγγελος καὶ μάτι.
Σημασιολογία
Ὁ ἔχων βλέμμα ἀγγελικόν, ὡραῖον ἔνθ᾿ ἀν.: ᾌσμ. Ἐσεῖς κιˬ ἂν ἀγαπήσατε, μαῦρος ἤτανε κ᾿ εἶναι, μὰ τούτη ἂν τὸν ἀγάπησε, ἀγγελομάτης εἶναι, ἀγγελομμάτης καὶ ξανθός, παιγνιδομμάτης εἶναι Κέρκ. Μιˬὰ λυγερὴ βαρεˬαρρωστᾷ, μιˬὰ λυγερὴ πεθαίνει, γιˬὰ ἑνὸς ἀγούρου ἀγκάλιˬασμα, γιˬὰ ἑνὸς ἀγούρου ἀγάπη, γιˬὰ ἑνὸς σγουροῦ, γιˬὰ ἑνὸς ξανθοῦ, γιˬὰ ἑνὸς ἀγγελομμάτη ΝΠολίτ. Ἐκλογ. 115. Ἔ, λυγνέ μ᾿ τσ᾿ ἀτζιλουμμάτ᾿, | ἔβγα ᾿ς τοὺ πιργιˬά᾿ κουμμάτ᾿ Λέσβ. Πβ. ἀγγελικᾶτος 1. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. Χίος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA