ἀγγελοπετρεˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγγελοπετρεˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

ἀγγελοπετρεˬὰ ἡ, ἀμάρτ. ἀgελοπετρεὰ Σύμ. ἀγγελοπετρέα Κάρπ. (Ἔλυμπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. ἄγγελος καὶ πετρεˬά.

Σημασιολογία

1)Πλῆγμα ἐκ μέρους τοῦ ἀγγέλου τοῦ θανάτου, αἰφνίδιος προσβολὴ θανάτου Σύμ.: Ἀgελοπετρ εˬά ᾿το τ᾿ ἀθρώπου (ὁ ἄνθρωπος ἀπέθανεν αἰφνιδίως).|| Φρ. Ποῦ νὰ σοῦ ᾿ρτῃ ἀgελοπετρεˬά! Ἀgελοπετρεˬὰ νὰ τοῦ ᾿ρτῃ! (ἀραί). Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀγγελικὸ 1. 2)Πλῆγμα πέτρας ριπτομένης ὑπ᾿ ἀγνώστου, πετρεˬὰ ἀγνώστου προελεύσεως Σύμ.: Ἀgελοπετρεˬὰ μοῦ ᾿ρθε. 3)Ἐρωτοληψία, ἐρωτομανία Κάρπ. (Ἔλυμπ.) Συνών. ἀγγελοπετράδα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/