ἀβαράγκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβαράγκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀβαράγκι τό, Κεφαλλ. ’βαράγκι Κεφαλλ.

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀβάραγκας.

Σημασιολογία

1)Τὸ φυτὸν ἀβάραγκας, ὅ ἰδ. 2)Πληθ. οἱ τρυφεροὶ βλαστοὶ τοῦ ἀβάραγκα, οἱ «μικροὶ τῶν λεγομένων ἐλαιοδαφνῶν ἀσπάραγοι» (Συμεὼν Σὴθ Περὶ τροφῶν δυνάμεων ἔκδ. Langkavel σ. 24). Πβ. ΜΣτεφανίδ. ἐν Λεξικογρ. Ἀρχ. 6 (1923) 223. [**]

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/