ἀγκαθὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγκαθὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀγκαθὸς ὁ, gαθὸς Κρήτ. ἀγκαθὸς Λευκ. Μῆλ. Σαμοθρ. Στερελλ. (Ἀκαρναν.) κ.ἀ. ἀγκαθ-θὸς Μεγίστ. ἀκατθὸς Σύμ. ἀγαθὸς Β.Εὔβ. Μακεδ. Σῦρ. (Ἑρμούπ.) – ΛΠαλάσκ. Ὀνοματολόγ. (λ. râblure).
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. κανθὸς=γωνία τοῦ ὀφθαλμοῦ. Τὸ ἀρκτικὸν α καὶ τὸ γκ παρὰ τὸ κ ἐκ παρετυμ. πρὸς τὸ ἀγκάθι.
Σημασιολογία
1)Ἡ πρὸς τὸν κρόταφον γωνία τοῦ ὀφθαλμοῦ Σύμ. κ.ἀ.:Ἐπέρναν κ᾿ ἐπῆρεν τον ὁ ἀκατθὸς τοῦ μ-ματιˬοῦ του (διερχόμενον τὸν διέκρινε διὰ τοῦ κανθοῦ τοῦ ὀφθαλμοῦ του) Σύμ. Ἡ σημ. ἤδη παρ᾿ Ἀριστοτ. Ζῴων ἱστορ. 1,9,2 (491b) «κοινὸν δὲ τῆς βλεφαρίδος μέρος τῆς ἄνω καὶ κάτω κανθοὶ δύο, ὁ μὲν πρὸς τῇ ρινί, ὁ δὲ πρὸς τοῖς κροτάφοις.» β)Ἡ ἐσωτερικὴ γωνία τῆς οἰκίας Μῆλ. κ.ἀ.:Θὰ σὲ βάλω ᾿ς τὸν ἀγκαθὸ ὣς τὸ βράδυ Μῆλ. γ)Ἡ γωνιώδης ἐγκοπὴ ξύλου πρὸς ἐφαρμογὴν καὶ στερέωσιν ΛΠαλάσκ. ἔνθ᾿ ἀν. 2)Ἡ ἀκμὴ παντὸς κυβικοῦ ἢ παραλληλεπιπέδου σχήματος καὶ γενικώτερον ἡ ἐξωτερικὴ γωνία παντὸς σώματος, οἷον λίθου, ἄρτου κττ. Β.Εὔβ. Κρήτ. Λευκ. Μεγίστ. Στερελλ. (Ἀκαρναν.) Σῦρ. (Ἑρμούπ.) κ.ἀ.:Ἐβάρηκα εἰς τὸ gαθὸ τῆς πόρτας Κρήτ. Παίρνω τὸν ἀγαθὸ (διὰ τῆς ροκάνης ἀφαιρῶ τὴν ἀκμὴν ξύλου διὰ νὰ καταστῇ στρογγύλον) Ἑρμούπ. Κόψε μου ψωμί, ὄχι μέση, ἀγκαθὸ Λευκ. || Γνωμ. Νὰ τρώς ἀγκαθὸ γιˬὰ νὰ σ᾿ ἀγαπάῃ ἡ πιθιρά σ᾿ (ἀστεῖον) Ἀκαρναν. β)Ἡ ἀκμὴ, τὸ ἄκρον τῆς τρόπιδος πλοίου Μεγίστ. κ.ἀ.:Νὰ πατήσουμε τὸ καράβι νὰ φανῇ ὁ ἀγκαθ-θὸς νὰ τρίψουμεν ἀπουκάτω τὴν καρῖνα Μεγίστ. γ)Ἡ αἰχμηρὰ ἄκρα, ἀκὶς Β.Εὔβ. Μακεδ. κ.ἀ.:Τοὺ ξύλου εἶχι ἀγαθὸ κὶ μὶ πλήγουσι Μακεδ. 3)Βράχος ἀπόκρημνος Σαμοθρ. 4)Ράχις ὄρους Σύμ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA