ἀβαραλούκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβαραλούκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀβαραλούκι τό, ἀμάρτ. ἀβαραλούκ’ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀβαραλούγ’ Πόντ. (Χαλδ.) ἀβαραλούχ’ Πόντ. (Κοτύωρ. Σάντ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Περσοτουρκ. avaralιk=βίος τυχοδιωκτικός, ὀκνηρία, νωθρότης.
Σημασιολογία
Ἀργία ἐξ ἐλλείψεως ἐργασίας ἔνθ’ ἀν.: Ἀοῦτα τὰ ἡμέρας ἀβαραλούκ’ ἔν’, δουλείας ’κ’ ἔχω (αὐτὰς τὰς ἡμέρας εἶναι ἔλλειψις ἐργασίας, δὲν ἔχω ἐργασίαν) Τραπ. Ἐγὼ ἔχω ἀβαραλούκ’ κ’ ἐσὺ ψαλαφᾷς με παράδας! (ἐγὼ ἔχω ἀργίαν καὶ σὺ μοῦ ζητεῖς χρήματα!) Χαλδ. Ἔσπασεν ἡ ή μ’ ἀσ’ σ’ ἀβαραλούχ’ (ἔσπασε ἡ ψυχή μου, ἤτοι ἐστενοχωρήθην πολύ, ἀπὸ τὴν ἀργίαν) Κοτύωρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA