ἀγγελόσκιˬασμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγγελόσκιˬασμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀγγελόσκιˬασμα τό, Πελοπν. (Μεσσ.) Ρόδ. κ.ἀ. ἀgελόσκιˬασμα Σύμ. ἀντελόιˬασμαν Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀγγελοσκιˬάζομαι.

Σημασιολογία

1)Ἡ κατάστασις τοῦ ψυχορραγοῦντος, καθ᾿ ἣν ὥραν προσηλώνει τὰ ἀπλανῆ βλέμματα εἰς ὡρισμένον σημεῖον, ἡ ψυχορραγία Κύπρ. Πελοπν. (Μεσσ.) Ρόδ. Σύμ. κ.ἀ.: Εἶναι ᾿ς τὸ ἀγγελόσκιˬασμα Ρόδ. Τοῦ ᾿ρθεν ἀgελόσκιˬασμα Σύμ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀγγελοθώρημα. β)Τρόμος ἰσχυρὸς προξενούμενος εἴς τινα Κύπρ.: Ἐχλώμιˬανεν ᾿ποὺ τὸ ἀντελόιˬασμαν ποῦ τοῦ ᾿καμες. 2)Ἡ νόσος ἐπιληψία, σεληνιασμὸς Κύπρ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀγγελικὸ 4.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/