ἀγγελότοπος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγγελότοπος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀγγελότοπος ὁ, Καππ. (Σινασσ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. ἄγγελος καὶ τόπος.

Σημασιολογία

Τόπος ἀγγελικός, ἤτοι μαγευτικός, ἔχων πολλὰς φυσικὰς καλλονάς: Μιˬὰ μέρα ὁ βασιλεˬὰς εἶδιˬε ᾿ς τ᾿ ὅρωμα τ᾿ ἕνα παλάτ᾿ ὄμορφο ποῦ ἦταν σὰν ἀγγελότοπος, ποῦ λόγιˬα δὲν εἶχε νὰ τὸ πῇ (ἐκ παραμυθ.) Ἀντίθ. διˬαβολότοπος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/