ἀγγελοτρομάρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγγελοτρομάρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἀγγελοτρομάρα ἡ, Κάρπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἄγγελος καὶ τρομάρα.
Σημασιολογία
Ὁ τρόμος τοῦ θανάτου, ὃν αἰσθάνεται ὁ ψυχορραγῶν, καθ᾿ ἣν στιγμὴν βλέπει τὸν μέλλοντα νὰ λάβῃ τὴν ψυχήν του ἄγγελον: Φρ. Ἀγγελοτρομάρα νὰ σὲ πιάσῃ! (ἀρὰ).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA