ἀγκαλὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγκαλὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Σύνδεσμος
Τυπολογία
ἀγκαλὰ σύνδ. Ζάκ. Κάλυμν. Κορσ. Κυκλ. Μεγίστ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Βούρβουρ. Λακων. Μεγαλόπ. Μεσσ.) Σκίαθ. Χίος κ.ἀ.-ΔΣολωμ. 317 (ἔκδ. Κερκ.) ἀgαλὰ Θήρ. Κεφαλλ. Κρήτ. Πελοπν. (Μάν.) κ.ἀ. ἄgαλα Κυδων.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ὑποθετικοῦ συνδ. ἂν καὶ τοῦ ἐπιρρ. καλὰ ἐκ φρ. πληρεστέρας συνδεούσης δύο προτ. ἐναντιωματικῶς, οἷον νομίζεις ἐσὺ, ἂν καλὰ ὅμως θυμᾶμαι, δὲν εἶν᾿ ἔτσι κττ. Ἡ λ. καὶ παρὰ Δουκ.
Σημασιολογία
Ἂν καί, καίτοι, συνεκφερόμενον ἐνίοτε μετὰ τοῦ καὶ ἢ τοῦ μου ἐπιτασσομένων ἔνθ᾿ ἀν.: Πάμε λοιπόν; ἀγκαλὰ ἐσὺ θὰ πάς ἀλλοῦ Ἀρκαδ. Ἀγκαλὰ δὲ ζ᾿ ἀρέσει ἐσένα, μ᾿ ἀρέσει ἐμένα Λακων. Ἀγκαλὰ καὶ δὲν πῆγα νὰ τὸν ἰδῶ Χίος Ἀγκαλὰ καὶ μᾶς λέτε αὐτόθ. Ἄgαλα δὰ σὶ ξέρουμι Κυδων. || Ποίημ. Τόμου ἰδῶ γέλιˬο κρυφό, | τόμου ἰδῶ κρυφὴ ματία, μπαίνω πάντα ᾿ς ὑποψία, | ἀγκαλά μου ἐγὼ τὰ φταίω ΔΣολωμ. ἔνθ᾿ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA