ἀγγελοφοροῦμαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγγελοφοροῦμαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀγγελοφοροῦμαι Κυκλ. (Μῆλ. Τῆν. κ.ἀ.) ἀgελοφοροῦμαι Κυκλ. (Πάρ. κ.ἀ.) ἀγγελοφορε͜͜ιοῦμαι Πελοπν. (Δημητσάν.) Σίφν. κ.ἀ. ἀgελοφορε͜ιοῦμαι Ἄνδρ. Θήρ. ἀγγελοφορε͜ιέμαι Κύθηρ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Καλάβρυτ. Λακεδ. Λακων. Ὀλυμπ. κ.ἀ.) ἀgελοφορε͜ιέμαι Παλοπν. (Μάν.) ἀgελοφορε͜ιῶμαι Πελοπν. (Μάν.) ἀτζελοφορε͜ιέμαι Κύθν. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄγγελος καὶ τοῦ ρ. ἀφοροῦμαι παρὰ τὸ ὑφορῶμαι. Ἰδ. GHatzidakis Ἄγγελος und Verwandtes 9.
Σημασιολογία
Βλέπω τὸν ἄγγελον τοῦ θανάτου, πνέω τὰ λοίσθια, ψυχορραγῶ ἔνθ᾿ ἀν.: Αὐτὸς ἀγγελοφορεῖται τώρᾳ Κυκλ. Ὁ ἄνθρωπος ἀγγελοφορε͜ιώτανε κ᾿ ἐκείνη τὸν ρώταγε ἂν θέλῃ νὰ τὸν σκεπάσῃ Ὀλυμπ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀγγελεύω 3.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA