ἀβασάνιστα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβασάνιστα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀβασάνιστα ἐπίρρ. Ἀθῆν. κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀβασάνιστος. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

Ἄνευ βασάνων, ἄνευ φροντίδων οἰκονομικῶν κττ. ἔνθ᾿ἀν.: Περνῶ ἀβασάνιστα. Ἀθῆν. Πῆρα ἕναν ἄντρα καὶ ζῶ ἀβασάνιστα, ἐνῷ πρὶν βασανιζόμουν αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/