ἀβασάνιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβασάνιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀβασάνιστος ἐπίθ. Κυκλ. (Θήρ. Νάξ.) κ.ἀ. ἀβασάνιστους Θεσσ. Μακεδ. (Βογατσ. Σιάτ.) κ.ἀ. ἀβασάνιγος Πελοπν. (Καλάβρυτ. Τρίκκ. Φεν.) Πόντ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. βασανίζω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1)Ὁ μὴ ὑποστάς βάσανα, ἤτοι ταλαιπωρίας, θλίψεις κττ., ἀντίθ. τοῦ βασανισμένος Κυκλ. (Θήρ. Νάξ. ) Μακεδ. (Βογατσ. Σιάτ.) Πελοπν. (Καλάβρυτ. Τρίκκ. Φεν.) κ.ἀ.: Ἀβασάνιγη ζωὴ κάνει αὐτὸς Τρίκκ. Εἶναι ἀβασάνιστος ἄνθρωπος, ’ς τὰ νιᾶτα του δὲν ἔχει κουραστῆ Θήρ. Ἀβασάνιστος εἶναι καὶ δὲ θέλει νὰ κάνῃ αὐτὴ τὴ δουλε͜ιὰ (δηλ. βαρύνεται, ὀκνεῖ νὰ τῆν κάμῃ, διότι δὲν ἐκόπιασεν εἰς τὸν βίον του) αὐτόθ. Ἐν τῇ προκειμενῇ σημ. φέρεται τὸ ἐπίρρ. ἀβασανίστως παρ’ Αἰλιαν. 10,14 «οἱ γὰρ ἱέρακες ὀρνίθων μόνοι ταῖς ἀκτῖσι τοῦ ἡλίου ρᾳδίως καὶ ἀβασανίστως ἀντιβλέποντες...». 2)Ὁ μὴ προξενῶν βάσανα, ἐπὶ τόπου Θεσσ.: Ἀβασάνιστους κόσμους (τόπος, ἔνθα δὲν ὑπάρχουν βάσανα).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/