ἀγγελοφρύδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγγελοφρύδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀγγελοφρύδι τό, Πελοπν. ἀgελοφρύδι Σῦρ. (Ἑρμούπ.) ἀgελόφρυδο Σῦρ. (Ἑρμούπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. ἄγγελος καὶ φρύδι. Περὶ τῆς κατ᾿ ἀναλογ. μεταβολῆς τῆς καταλ. –ι εἰς –ο ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,172 κἑξ.

Σημασιολογία

Ὀφρὺς ἀγγελική, ὡραία: Ἔχει ἀgελοφρύδι ζωγραφιστὸ Ἑρμούπ. Εἶν᾿ ὄμορφη, ἐκεῖνο τ᾿ ἀgελόφρυδό της σὲ σφάζει! αὐτόθ.|| ᾎσμ. Κυρά μ᾿, ὅταν θὰ στολιστῇς νὰ πάς ᾿ς τὴν ἐκκλησιˬά σου, βάνεις τὸν ἥλιˬο πρόσωπο καὶ τὸ φεγγάρ᾿ ἀστήθη καὶ τοῦ κοράκου τὸ φτερὸ βάνεις ἀγγελοφρύδι Πελοπν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/