ἀβασίλευτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβασίλευτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀβασίλευτος ἐπίθ. Ἄνδρ. κ.ἀ.-ΚΠαλαμ. Ἀσάλ. ζωὴ 90 καὶ 170 ΓΜαρκορ. Μικρὰ ταξίδ. 120-Λεξ. Περίδ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπὶθ. ἀβασίλευτος.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ βασιλεύσας, ὁ μὴ δύσας, κυριολ. μὲν ἐπὶ τοῦ ἡλίου, συνεκδ. δὲ καὶ ἐπὶ τοῦ λυκόφωτος καὶ τῆς ἡμέρας ἔνθ’ἀν.: Ὁ ἤλιος ἧτον ἀβασίλευτος, ὅταν ἧλθα Περίδ. Φῶς ἀβασίλευτο ΚΠαλαμ. ἔνθ’ἀν. 170 Ἀβασίλευτη μέρα (ἡμέρα, ἡ ὁποῖα ἀργεῖ νὰ τελειώσῃ) ΚΠαλαμ. ἔνθ’ἀν. 90.|| Ἐπιρρηματ. φρ. Ἀβασίλευτος ὁ ἤλιˬος ἤφυὲνε (κατ’ ἔλλειψιν τῆς μετοχ. ὄντας, ἤτοι πρὸ τῆς δύσεως τοῦ ἡλίου) Ἄνδρ. Πβ. ἐν λ. ἀβάρετος ὁμοίαν φρ. Ἀβάρετος ὁ ἤλιος|| Ποίημ. Λάμψι χρυσῆ ἀβασίλευτη τριγῦρο πλημμυρίζει ΓΜαρκορ. ἔνθ’ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/