ἀγγελοχαϊδεμένος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγγελοχαϊδεμένος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀγγελοχαϊδεμένος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀντελοχαδεμένος Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄγγελος καὶ τοῦ χαϊδεμένος μετοχ. τοῦ ρ. χαϊδεύω.

Σημασιολογία

Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον καὶ οἱ ἄγγελοι, τὰ κατ᾿ ἐξοχὴν ὡραῖα πλάσματα, θωπεύουν διὰ τὴν καλλονήν του, ὡραῖος: ᾌσμ. Εἶμαι μακρύς, εἶμαι λεγνός, ἀντελοχαδεμένος ταὶ εἰς ἀγάπην πιστικὴν εἶμαι ἐμπιστεμένος. Μ᾿ εὐτὲς ταὶ μὲ συχ-χώρησες ταὶ μεταλαβημένη ἐπῆεν νύφ-φη τοῦ Χριστοῦ τ᾿ ἀντελοχαδεμένη. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀγγελικᾶτος 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/