ἀβάσταγα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβάσταγα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀβάσταγα ἐπίρρ. ἀμάρτ. ἀνεβάστιγα Γ᾿Αθάν. Δέκα ἔρωτ. 121.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπίθ. ἀβάσταγος, δι’ ὅ ἰδ. ἀβάσταχτος.
Σημασιολογία
Ἀνυπομόνως, ἀκρατήτως: Χιλιμιντροῦσε ἀνεβάστιγα αὐτὸ τὸ βαρβᾶτο τ’ ἄλογο!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA