ἄγγεμαν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄγγεμαν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἄγγεμαν τό, Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀγγεύω.
Σημασιολογία
Ἡ περί τινος προσώπου ἢ πράγματος γινομένη μνεία: ᾿Σ σ᾿ ἄγγεμαν ἀτ᾿ ἀπάν᾿ ἐσέβεν ἀπέσ᾿ (εἰσῆλθεν ἐντός, καθ᾿ ἣν στιγμὴν ἐγίνετο μνεία τοῦ ὀνόματός του) Χαλδ. Τ᾿ ἐσὸν τ᾿ ἄγγεμαν εἴχαμε (ἐκάμνομεν μνείαν τοῦ ὀνόματός σου) αὐτόθ.|| Φρ. Ἄγγεμαν πα ᾿κ᾿ ἔτονε (οὐδὲ κἂν ἀπλῆ μνεία δὲν ἦτο, ἤτοι δὲν ἔγινε. Τὸ πα ἐκ τοῦ πάλιν=καὶ) Τραπ. Ἄγγεμαν πα ᾿κ᾿ ἔγγεψε με (οὐδὲ τὸ ὄνομἀ μου ἁπλῶς δὲν ἀνέφερε) αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA