ἀγγεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγγεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀγγεύω Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Τραπ. Σάντ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀντεύω Πόντ. (Ὄφ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀμάρτ. ἐγγεύω, ὅπερ ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἐγγύς.
Σημασιολογία
1)Ἄπτομαί τινος, ἐγγίζω τινὰ Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Πόντ. (Κοτύωρ. Χαλδ.): Δὲν ἀγγεύει ἡ ἀμάδα ἀπάνω ᾿ς τὴν τόκα Ἀρκαδ. Μ᾿ ἀγγεύ᾿ς με, ᾿κ᾿ ἐπορῶ (μὴ μὲ ἐγγίζῃς, δὲν ἠμπορῶ, δὲν ἀνέχομαι. Τὸ μ᾿ ἀγγεύ᾿ς ἐκ τοῦ μὴ ἀγγεύ᾿ς) Κοτύωρ. Ἀπάν᾿ ἀτ᾿ ᾿κ᾿ ἔγγεψεν (ἐπάνω του δὲν ἤγγισε) Κερασ. 2)Μεταφ. κάμνω μνείαν προσώπου τινὸς ἢ πράγματος, ἀναφέρω, μνημονεύω Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἀτώρᾳ ἔγγεψα τ᾿ ὄνομα σ᾿ κ᾿ ἔρθες κ᾿ ἐσὺ (τώρᾳ δὰ ἀνέφερα τὸ ὄνομά σου καὶ ἦλθες καὶ σὺ) Κερασ. Ἄλλου μ᾿ αγγεύῃς ἀτο (μὴν τὸ ἀναφέρῃς πλέον) Οἰν. Τὸ φαεῖν ἔγγεψαμε κ᾿ ἐκεῖνος πα ἔρθεν (τὸ φαγητὸν ἀνεφέραμεν καὶ ἐκεῖνος ἦλθε) Χαλδ. Ἔγγεψ᾿ ἀτον καὶ γιˬὰ τ᾿ ἐκεῖνο τὴ δουλείαν (ἀνέφερα εἰς αὐτὸν καὶ περὶ τῆς ὑποθέσεως ἐκείνης) Κοτύωρ. Ξάι ᾿κ᾿ ἔγγεψα γιˬὰ τ᾿ ἐσέναν (οὐδεμίαν μνείαν σοῦ ἔκαμα) Τραπ. Ἄγγεμαν πα ᾿κ᾿ ἔγγεψε με (οὐδὲ κἂν μὲ ἀνέφερε) Τραπ.|| Παροιμ. Τὸ σκύλλον ἄγγεψον καὶ τὸ μαγκούρ᾿ ἑτοίμασον (ἐπὶ τοῦ ἐμφανιζομένου καθ᾿ ἣν στιγμὴν γίνεται λόγος περὶ αὐτοῦ) Τραπ. Πβ. ἀγγιˬάζω, ἀγγίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA