ἀγκάλεˬασμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγκάλεˬασμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγκάλεˬασμα τό, κοιν. ἀgάλεˬασμα πολλαχ. ἀγκάλσμαν Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀγκάλεσμαν Πόντ. (Οἰν.) ἀγκάλεσμα Πόντ. (Οἰν.) ἀγκαλίασμαν Πόντ. (Σάντ.) ἐγκάλσμαν Πόντ. (Κρώμν. Χαλδ. κ.ἀ.) ᾿γκάλεˬασμα Νίσυρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀγκαλεˬάζω.
Σημασιολογία
Ἐναγκαλισμός, περίπτυξις ἔνθ᾿ ἀν.:Παροιμ. Τοῦ γέρου τ᾿ ἀγκαλεˬάσματα τύφλις, μοῦτζις κὶ σαλιˬάσματα Μακεδ. (Σισάν.) || ᾎσμ. Μιˬὰ λυερὴ ψυχομαχεῖ γιˬά ᾿νὸς ἀούρου ᾿γκάλεˬασμα Νίσυρ. – Ποίημ. Πνίγει τὸ δέντρο κιˬ ὁ κισσὸς μὲ τ᾿ ἀγκαλεˬάσματά του ΑΒαλαωρ. 3,223 (ἔκδ. Μαρασλῆ). Συνών. ἀγκαλεˬάσιμο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA