ἄβατος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄβατος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄβατος ἐπίθ. Πελοπν. (Λακων.) κ.ἀ. ἄβατους Ἤπ. Θεσσ. Μακεδ. (Σισάν.) κ.ἀ. ἄβατε Τσακων. ἀνάβατος Λεξ. Λάουνδ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἄβατος. Περὶ τοῦ τύπ. ἀνάβατος ἰδ. ἀ- στερητ. 1 δ κἑξ.
Σημασιολογία
1)Ὁ μὴ βατός, ἀδιάβατος, ἀπάτητος Ἤπ. Θεσσ. Μακεδ. (Σισάν.) Τσακων. κ.ἀ.: Αὐτοῦ εἶνι τόπους ἄβατους Ἤπ. Ἄβατα β’νὰ Θεσσ. Τοὺ πουτάμ’ εἶνι ἄβατου Σισάν. Ἔβριξιν πουλύ, οἱ στράτις εἶνι ἄβατις αὐτόθ. Ἀπὸ τὰ περ’σσὰ ὕβατα ὁ ποταμὸ ἔι ἄβατε (ἀπὸ τὰ πολλὰ ὕδατα ὁ ποταμὸς εἶναι ἀδιάβατος) Τσακων. β)Ἀπρόσιτος, ἀπροσπέλαστος, δύσκολος εἰς προσέγγισιν Πελοπν. (Λακων.) κ.ἀ. -Λεξ. Λάουνδ.: Σπῆλα͜ιο ἄβατο (διὰ τὰ πολλὰ ἐν αὐτῷ ὕδατα) Λακων. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἄβατος Ἰκαρ. Λακων. Ἀνάβατος Χίος. 2)Ἄπειρος, ἀπέραντος Ἤπ. Ἤδη παρ’ Ἡσυχ. «ἄβατον· ἀδιόδευτον, ἀπέραντον».
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA