ἄγγιˬαχτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄγγιˬαχτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄγγιˬαχτος ἐπίθ. σύνηθ. ἄgιˬαχτος Κεφαλλ. κ.ἀ. ἄγγιˬουχτος Ἤπ. ἄγγιˬουχτους Ἤπ. (Ἄρτ.) ἄτζαχτος Μέγαρ. ἄταχτος Πελοπν. (Τρίκκ.) ἄγγιˬαος Πελοπν. (Βούρβουρ. Κυνουρ.) ἀνέγγιˬαχτος Πελοπν. (Βούρβουρ. Καλάβρυτ. Κυνουρ. Λακων.) κ.ἀ. ἀνέgιˬαχτος Πελοπν. (Μάν.) ἀνέγγιˬαγος Πελοπν. (Λακων.) κ.ἀ. -ΔΣολωμ. 252 (ἔκδ. 1859) ἀνέgιˬαγος Κεφαλλ. ἀνέγγιˬαος Πελοπν. (Βούρβουρ. Κυνουρ.) ἀνέgιˬαους Θεσσ. ἀνανέγγιˬαγος Πελοπν. (Λακων.)

Ετυμολογία

Ἢ ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. ᾿γγιˬάζω ἢ κατ᾿ εὐθεῖαν ἐκ τοῦ πλήρους τύπ. ἀγγιˬάζω ἄνευ συνθέσεως, τῆς σημ. τῆς στερήσεως γεννηθείσης ἐκ τοῦ ἀρκτικοῦ α καὶ τοῦ ἀναβιβασμοῦ τοῦ τόνου. Ἰδ. ἀ- στερητ. 2α. Τὸ ἄγγιˬουχτος ἐκ τοῦ τύπ. ᾿γγιˬοῦ. Τὸ ἄγγιˬαος ἐκ τοῦ ἄμαρτ. ἄγγιˬαγος ἐκπεσόντος τοῦ γ μεταξὺ φων. Περὶ τῶν τύπ. ἀνέγγιˬαχτος καὶ ἀνανέγγιˬαγος, ὃ ἐκ τοῦ ἀνέγγιˬαγος δι᾿ ἐπαναλήψεως τοῦ α-, ἰδ. α- στερητ. 1 δ.

Σημασιολογία

1)Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν πλησιάζει τις Πελοπν. (Σουδεν.): Μὄφυγε ἄγγιˬαχτος. 2)Ὁ μὴ ἐγγιζόμενος, ὁ μὴ ψαυόμενος, ἄθικτος, ἄψαυστος σύνηθ.: Φρ. Τρίτος κι ἄγγιˬαχτος! (ἐνν. πῆδος. Λέγεται ἐν παιδιᾷ, καθ᾿ ἣν οἱ τρίτην φορὰν ὑπερπηδῶντες τὸν κύπτοντα διὰ τῆς στηρίξεως τῶν χειρῶν ἐπὶ τῶν γονάτων συμπαίκτην των δηλοῦν ὅτι δὲν πρέπει νὰ τὸν ἐγγίσουν) Πελοπν. (Λακων.) Ἄγγιˬαχτος! (ἐνν. ὁ κύπτων συμπαίκτης) Εὔβ. (Λίμν.) Ἄgιˬαχτο! (ἐνν. τὸ πήδημα) Κεφαλλ. Μοῦτος, ἄγγιˬουχτος! (ἡ φρ. δηλοῖ ὅτι ὁ ὑπερπηδῶν τὸν κύπτοντα πρέπει νὰ μὴ λέγῃ τι καὶ νὰ μὴ τὸν ἐγγίσῃ) Ἤπ. Πρῶτος ἥλιος ἀπηδούμενος, δεύτερος καλύτερος, τρίτος κι ἄγγιˬαχτος κι ὅπου ᾿γγιˬάξῃ νά ᾿ναι κάτου (ὁ κατὰ τὴν τρίτην ὑπερπήδησιν ἐγγίζων ὁπωσδήποτε τὸν κύπτοντα ὑποχρεοῦται νὰ καταλάβῃ τὴν θέσιν ἐκείνου) Καλάβρυτ. Ἄγγιˬουχτα! (ἐνν. τὰ πεντόβολα. Λέγεται κατὰ τὴν παιδιὰν τῶν πεντοβόλων, ὅταν ἐπιτρέπεται ὁ ρίπτων ἐκ τῶν πέντε χαλίκων νὰ ἐγγίσῃ μόνον τὸν ἕνα) Ἄρτ. (Ἀντιθ. ᾿γγιˬουμένα δι᾿ ὃ ἰδ. ἀγγιˬάζω 1). Παίζουμε τ᾿ ἄγγιˬαχτα (ἐν τῇ παιδιᾷ τῶν πεντοβόλων, ὅταν κατὰ κοινὴν συμφωνίαν δὲν ἐπιτρέπεται ἡ ἐπαφὴ τῶν ἄλλων λιθαρίων) Πελοπν. Σουδεν. Συνών. ἄγγιχτος 1. β)Ἀνέπαφος, ἀκέραιος Μέγαρ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Κυνουρ.) κ.ἀ. –ΔΣολωμ. ἔνθ᾿ ἀν.: Τὸ φαεῖ ἔμειν᾿ ἀνέγιˬαο Βούρβουρ.|| Ποίημ. Τ᾿ ἀπομεινάριˬα ἀνέγγιˬαγα καὶ κατατρομασμένα, τὰ γόνατα καὶ τὰ σπαθιˬὰ τὰ ματοκυλισμένα ΔΣολωμ. ἔνθ᾿ ἀν. Συνών. ἄγγιχτος 1β. 3)Τὸ θηλ. ἄθικτος, ἁγνή, ἐπὶ παρθένου Πελοπν. (Μάν. κ.ἀ.): Σοῦ παραδίνω, γαbρέ, τὴ νύφη ἁγνή κιˬ ἀνέgιˬαχτη Μάν. Συνών. ἄγγιχτος 3. 4)Μεταφ. ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν ἠμπορεῖ κἀνεὶς νὰ ἐγγίσῃ, διότι ὀργίζεται μὲ τὴν ἐλαχίστην ἀφορμήν, εὐέξαπτος, εὐερέθιστος Κεφαλλ. Πελοπν. (Λακων. Τρίκκ.) κ.ἀ.: Ἠτανε καλός, μὰ ἀνέgιˬαγος Κεφαλλ. Τί ἀνέgιαγος ποῦ εἶσαι! αὐτόθ. Ἔλα, ρὲ ἄταχτο, δὲ bορεῖ νὰ σὲ τιάξῃ κἀνένας! (πρὸς παιδίον εὐερέθιστον) Τρίκκ.|| Φρ. Τρίτος κιˬ ἄγγιˬαχτος (ἐπὶ τοῦ μὴ ἀνεχομένου λόγους καὶ συμβουλὰς, ἀλλ᾿ εὐκόλως ἀγανακτοῦντος. Ἡ μεταφ. ἐκ τῆς ἐν σημ. 2 παιδιᾶς) Λακων. Συνών. ἄγγιχτος 4. β)Ὁ μὴ ἐπιδεχόμενος ἐπαφήν, ὁ εὐερέθιστος, ἐπὶ πληγῆς Πελοπν. (Λακων. κ.ἀ.): Ἡ πληγὴ εἶναι ἀνανέγγιˬαγο (ἐνν. πρᾶμα) Λακων.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/