ἀββᾶς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀββᾶς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀββᾶς ὁ,Θρᾴκ. (Αἶν.) Πάρ. Σάμ. κ.ἀ. ἀbbᾶς Νάξ. (Ἀπύρανθ. Σαγκρ.) Πάρ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Μεσν. ἐκ τοῦ ἤδη μεταγν. ἀββᾶ, ὅπερ Ἑβραϊκ. Πβ. Μᾶρκ. Εὐαγγ. 14,36 «ἀββᾶ ὁ πατήρ», Παῦλ. Ἀπόστ. Ρωμ. 8,15 καὶ Γαλάτ. 4,6.
Σημασιολογία
1)Ἡγούμενος μοναστηρίου Θρᾴκ. (Αἶν.) Πάρ. Σάμ. κ.ἀ.: Παροιμ. Αὐτὸς ἀββᾶς κίˬ αὐτὸς κριτής, ποῦ πάς ἰσὺ νὰ δικαστῇς; (ἐπὶ ἀνισχύρου θέλοντος νὰ ἀνταγωνισθῇ πρὸς τὸν λίαν ἰσχυρὸν) Σάμ.|| ᾎσμ. Ὁ ἡγούμενος ἀbbᾶς, | ὁ ἀββᾶς ὁ ταυλαbbᾶς ὅλ’ ἡμέρα τρώγ’ ἐλα͜ιὲς | καὶ τὴ νύχτα κουτσουλιˬὲς (σκωπτικὸν) Πάρ. 2)Μεταφ. Εὐτραφὴς κριὸς ἢ τράγος ἄνευ κεράτων Νάξ. (Ἀπύρανθ. Σαγκρ.): Ἔχω ’νανα ἀbbᾶ κριὸ ποῦ κάνει ἕνα βασίλειο Ἀπύρανθ. Πβ. φλάρος. 3)Βλάξ, μωρὸς Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Εἶναι κ’ εὐτὸς ἕνας ἀbbᾶς νὰ σοῦ πῶ! Πβ. ταυραbbᾶς.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA