ἀγγονίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγγονίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀγγονίζω Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀγγονίν.

Σημασιολογία

Ἐνεργ. προμηθεύω τι εἴσ τινα:Ἡ κωπελ-λούδα ποῦ σ᾿ ἀγγόνισα ἔν᾿ καλή. Ἀγγόνισά τον μιˬὰν μούλαν-φοράαν (φοράδαν). Μέσ. ἀποκτῶ, προμηθεύομαι: Πάντα ἀγγονίζεται καλὰ ἀπ-πάρκα (ἱππάρια). Ἀγγονιστήκαμεν καλὰ πεζούνιˬα (περιστέρια). Ἀγγονιστήκαμεν κορκοὺς ταὶ ᾿ὲν ἠμποροῦμεν νὰ τοὺς ξηλείψωμεν (κορκοὺς=κορεούς). Ἀγγονίστηκα φτεῖρες. Εἶμαι ἀγγονισμένος πράματα καλὰ (ἔχω προμηθευθῆ κτλ.) || Παροιμ. Ἀγγονίστην τσαὶ ὁ ύλ-λος βρακοζώνιν;(ἐπὶ σπατάλου μὴ δυναμένου νὰ ἔχῃ οὐδὲν μόνιμον κτῆμα ἢ ἐπὶ πτωχοῦ, παρὰ τοῦ ὁποίου μάταιον εἶναι νὰ ζητῶμεν πρᾶγμά τι, ὅπερ μόνον πλούσιος δύναται νὰ ἔχῃ, ἢ ἐπὶ πτωχαλαζόνος ἐπιδεικνυομένου διὰ κοινόν τι καὶ σύνηθες ἔνδυμα, σκεῦος κττ.) Πβ. ἀξαγγονίζομαι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/