ἀγκαλιστήρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγκαλιστήρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀγκαλιστήρι τό, ἀμάρτ. ἀgαλιστήρι Μέγαρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀγκαλίζω.

Σημασιολογία

1)Ὄργανον τῆς ταλασιουργίας μεγαλύτερον τοῦ ἀγκαλίστρου (ἰδ. λ.), εἶναι δὲ τοῦτο ράβδος μακρὰ διχαλωτὴ μὲν εἰς τὸ ἓν ἄκρον, φέρουσα δὲ κεραίαν εἰς τὸ ἕτερον, κατὰ μῆκος τῆς ὁποίας ἐπὶ τῆς κεραίας καὶ τῆς χηλῆς περιτυλίσσεται τὸ νῆμα ἐκ τοῦ ἀτρακτίου. 2)Ὡρισμένον ποςὸν τοῦ εἰς τὸ ἀγκαλιστήρι περιτυλισσομένου νήματος ἀποτελούμενον ἀπὸ τέσσαρα ἁλυσίδια, ἤτοι ἑκατὸν ἑξήκοντα ἁπλᾶ κύκλια νήματα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/