ἀββιζαμέντο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀββιζαμέντο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀββιζαμέντο τό, Κρήτ. Νάξ. ’ββιζαμέντο Σίφν. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἰταλ. avvisamento=ἀγγελία.
Σημασιολογία
1)Εἴδησις, ἀγγελία Νάξ. β)Καταγγελία Σίφν.: Δώσανε ’ββιζαμέντο. 2)Παραγγελία, προσταγὴ Κρήτ. β)Συμβουλὴ Νάξ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA