ἀββίζο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀββίζο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀββίζο τό, Ζάκ. Κεφαλλ. Κρήτ. Κυκλ. Παξ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Τρίκκ. Τριφυλ.) κ.ἀ. ’ββίζου Λέσβ.

Ετυμολογία

Ἰταλ. avviso.

Σημασιολογία

Εἴδησις, γνῶσις πράγματός τινος ἔνθ’ἀν.: Τ’ ἀββίζο ἔσωσε (ἔφθασε) Κρήτ. Τοῦ ἔδωκαν. ἀββίζο (τὸν εἰδοποίησαν) Παξ. Συνήθως συνεκφέρεται μετὰ τοῦ παίρνω περιφραστικῶς παίρνω ἀββίζο (ἐννοῶ, καταλαμβάνω) πολλαχ. Τὸ χωριˬὸ ἐπῆρε ἀββίζο (τὸ ἔμαθε) Κυκλ. Τὸ πῆρ’ ἀββίζο κ’ ἧρθε κοντὰ Πελοπν. Ἐπῆγε γιˬὰ νὰ κλέψῃ, ἀλλὰ τὸν πῆραν ἀββίζο καὶ δὲν ἔκανε τίποτε Τριφυλ. Τὸν πῆρε ἀββίζο τὸ σκυλλὶ αὐτόθ. Παίρνου ’ββίζου Λέσβ. Συνών. φρ. παίρνω εἴδησι-μυρωδιὰ-χαμπάρι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/