ἄβγαλτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄβγαλτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄβγαλτος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ.) ἄβγαλτους Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θεσσ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Κυδων. Μακεδ. (Βογατσ. Σιάτ.) Σάμ. κ.ἀ. ἀβγάλιτος Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἄβγαρτος Ζάκ. Κρήτ. Χίος κ.ἀ. ἄγβαλτος Πόντ. (Οἰν.) ἀνέβγαλτος Ἄνδρ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. ΚαλάΒρυτ. Τριφυλ. κ.ἀ.) Πόντ. (Κερασ.Οἰν.) Προπ. (Κούταλ.) Σῦρ. κ.ἀ. ἀνέβγαλτους Ἤπ. Ἴμβρ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Λιδορ.) κ.ἀ. ἀνέβκαρτος Κύπρ. ἀνήβγαλτους Κυδων.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ αστερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. βγάλλω. Περὶ τῶν τύπ. ἀνέ-ἀνήβγαλτους ἰδ. ἀ- στερητ. 1δ κἐξ.
Σημασιολογία
Α)Κυριολ. 1)Ὁ μὴ ἐκβληθεὶς σύνηθ. καὶ Πόντ. (Τραπ.): Ἡ πέτρα ἐπόμεινε ἄβγαρτη ’ς τὸ πηγάδι Κρήτ. Εἶνι ἄβγαλτου τοὺ κλειδὶ ἀπ’ τὴν πόρτα Αἰτωλ. Τό ’χου ἄβγαλτου τοὺ τυρὶ ἀπ’ τοὺ τουμάρ’ αὐτόθ. Ἄβγαλτον ἐπέμ’νεν τὸ δόντι μ’ Τραπ. Ὅλοι ἔβγαλαν τοὶς εὐλογιˬὲς ’ς τὸ χωριˬό, μόνο ἐγὼ τοὶς ἔχω ἄβγαρτες Χίος Ἔχομε κρομμύδιˬα ἀνέβγαλτα (μένοντα ἀκόμη ἔν τῇ γῇ) Ἄνδρ. Τὰ χόρτα ἔν’ ἀνέβκαρτα (δὲν ἐξερριζώθησαν) Κύπρ. Κουκκιˬὰ ἄβγαλτα Μάν. Ὁ ἥλιˬος εἶναι ἄβγαλτος (δηλ. δὲν ἀνέτειλε) Ζάκ. Πελοπν. (Λακων.) (Συνών. ἀβάρετος, ἀντίθ. ἀβασίλευτος). Φόρεμα ἄβγαλτο ἀποπάνω του (διαρκῶς φορούμενον) Λακων. Τὸ λείψανο εἶναι ἄβγαλτο (δὲν τὸ ἔβγαλαν ἀπὸ τὸ σπίτι, δηλ. δὲν τὸ ἐκήδευσαν) Σῦρ. Οὑ νικρὸς εἶνι ἄβγαλτους Αἰτωλ. β)Ὁ μὴ ἐξελθὼν Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Ἦβγεν ἀ τὴ φυλακὴ ἢ ἀβγάλιτος εἶν’ ἀκόμα; γ)Ὁ μὴ ἀποσταχθείς, ὁ μὴ ἐκπιεσθεὶς Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ. Κύμ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) κ.ἀ.: Ἄβγαλτα στέφυλα Αὐλωνάρ. Κονίστρ. Κύμ. Ἀβγάλιτη τὴν ἔχομε τὴ ρακὴ Ἀπύρανθ. Ἄβγαλτες ἐλα͜ιές, ἄβγαλτο λᾴδι Αὐλωνάρ. Κονίστρ. Κύμ. 2)Ὁ μὴ ἀποδημήσας ποτέ, ἀλλὰ διαρκῶς μένων ἔν τῇ πατρίδι του Θρᾴκ. (Αἶν.) Ἴμβρ. Λέσβ. Μακεδ. (Καστορ. Σιάτ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Ἀρκαδ. Λακων. Τριφυλ.) Πόντ. (Κερασ.) Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ.: Γέρασι κιˬ ἀκόμα εἶνι ἀνέβγαλτους Αἰτωλ. Συνών. ἀξέβγαλτος. 3)Ὁ πάσχων ἐκ δυσκοιλιότητος καὶ μὴ δυνάμενος νὰ κάμῃ φυσικὴν ἐκκένωσιν Ἤπ. (Ζαγόρ.) κ.ἀ.: Εἶνι τρεῖς μέρις ἄβγαλτους Ζαγόρ. 4)Ὁ μὴ ἐκκολαφθείς, ἐπὶ τοῦ ᾠοῦ Πελοπν. (Ἀρκαδ.): Ἄβγαλτο ἀβγὸ (ἀφ’ οὗ δὲν ἐξεκολάφθη ὁ νεοσσός). 5)Ὁ μὴ ἐξωρυγμένος, ἐπὶ αὔλακος, τάφρου κττ. Στερελλ. (Αἰτωλ.): Εἶνι ἄβγαλτους οὑ καταπότ’ ς. Ἄβγαλτου τό ’χ’νι τ’ αὐλάκ’ ἀκόμα (ἤτοι δὲν τὸ ἀνέσκαψαν, δέν τὸ ἐκαθάρισαν διὰ νὰ ρέῃ ἐλευθέρως τὸ ὕδωρ). 6)Ὁ μὴ ἔχων διέξοδον, ἐπὶ ὁδοῦ ΚΠαλαμ. Βωμ. 66: Ποίημ. Καταραμένοι οἱ στοχασμοὶ ποῦ μᾶς παραστρατίζουν κλειστοὺς καὶ ’ς ἄβγαλτα δαρτοὺς φιδωτὰ μονοπάτιˬα Β)Μεταφ. 1)Ὁ μὴ ἐξερχόμενος τῆς οἰκίας, ἄλλ’ ἀσχολούμενος εἰς τὰ οἰκιακὰ πράγματα, ἐπὶ γυναικὸς οἰκοκυρᾶς καὶ χρηστῆς καὶ ἰδίως ἐπὶ νεανίδος φρονίμου ἐχούσης αὐστηρὰν ἀνατροφὴν καὶ μὴ ἐκτιθεμένης εἰς τὰ βλέμματα τῶν ἀνδρῶν Ἄνδρ. Ζάκ. Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θρᾴκ. (Μυριόφ.) Κέρκ. Κρήτ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Προπ. (Κούταλ.) Σῦρ. κ.ἀ.: Γυναῖκα ἄβγαλτη Κρήτ. Κωπέλλα ἀνέβγαλτη Ἄνδρ. Σῦρ. Ἄβγαλτ’ ’ναῖκα Ζαγόρ. Πρᾶμα ἀνέβγαλτο (παρθένος μὴ ἐξερχομένη τοῦ οἴκου ἕνεκα τῆς αὐστηρότητος τῶν οἰκογενειακῶν της ἠθῶν) Ἀρκαδ. Ἄβγαλτες κόρες Κέρκ. Συνών. ἄβγαστος 2. β)Φίλος τῆς μοναξιᾶς, ἀκοινώνητος Κυκλ. Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τρίπ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) γ)Ὁ ἔχων περιωρισμένην τοῦ νοῦ ἀνάπτυξιν, ἄπειρος τῶν πραγμάτων τῆς κοινωνίας, ἀνεπιτήδειος, ἀνίκανος, ἀπολίτιστος Θρᾴκ. (Αἶν.) Κυδων. Λέσβ. Μακεδ. (Καστορ. Καταφύγ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Αἴγ. Ἀρκαδ. Καλάβρυτ. Τριφυλ. κ.ἀ.) Πόντ. (Οἰν.) Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Λιδορ.) κ.ἀ.: Εἶνι ἀνέβγαλτους ἄνθρουπους αὐτὸς Αἰτωλ. Ἄς τον αὐτὸν, εἶναι ἄβγαλτος Αἴγ. Ἀρκαδ. Ἀνέβγαλτη γυναῖκα Λιδορ. Κουρίτσ’ ἀνήβγαλτου Κυδων. 2)Ὁ μὴ ἔχων λεπτὴν ἀνατροφὴν, ἀνάγωγος, ἄτακτος Πόντ. (Οἰν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA