ἀγκαλοφέρνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγκαλοφέρνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀγκαλοφέρνω Λεξ. Ἐλευθερουδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀγκαλεˬὰ καὶ τοῦ ρ. φέρνω. Πβ. καὶ τὸ μεσν. ἀγκαλοφορῶ.

Σημασιολογία

1)Φέρω ἐν τῇ ἀγκάλῃ. 2)Ἀγαπῶ πολύ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/