ἀγκαλῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγκαλῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀγκαλῶ ἐγκαλῶ Δαρδαν. Πόντ. (Ἀργυρόπ. Κρώμν. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) Ρόδ. Χίος ἰgαλῶ Κυδων. ἰγκαλοῦ Λυκ. (Λιβύσσ.) ἐγκαλνῶ Θρᾴκ. ᾿γκαλῶ Σίφν. Τῆλ. ᾿gαλῶ Σύμ. ᾿γκαλοῦ Λυκ. (Λιβύσσ.) ἠgαλῶ Σύμ. ἀγκαλῶ Εὔβ. (Κύμ.) Κάλυμν. Κῶς Μακεδ. (Καταφύγ. Σιάτ.) Πόντ. (Ἀμισ. Ἀργυρόπ. Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) Ρόδ. Σκῦρ. ἀgαλῶ Θρᾴκ. (Αἶν.) Κυδω. Μοσχονήσ. Πάρ. Σάμ. ἀγκαλάω Πελοπν. (Πύργ.) κ.ἀ. ἀγκαλε͜ιῶ Κύπρ. ἀγκαλνῶ Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θρᾴκ. Μακεδ. (Βελβ. Ζαπαντ. Καστορ. Σιάτιστ. κ.ἀ.) ἀγκαλνάω ΙΒενιζέλ. Παροιμ.2 48,82. ἀγκαλνάου Ἤπ. (Ζαγόρ.) ἀγκαλένου Εὔβ. (Κονίστρ. Κύμ.) ἀgαλένου Κυδων. Παθ. μετοχ. ἀγκαλεσμένος Εὔβ. (Κονιστρ. Κύμ.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐγκαλῶ. Οἱ τύπ. ᾿γκαλῶ καὶ ἀγκαλε͜ιῶ ἤδη μεσν. Διὰ τὸ ἀγκαλεσμένος πβ. καλεσμένος. Ἡ μετοχ. ἐγκαλεσμένος ἤδη παρὰ Βλάχ.
Σημασιολογία
1)Ἐγκαλῶ τινα εἰς τὸ δικαστήριον, εἰς τὸν κριτήν, εἰς τὸν Θεόν, ἐν γένει καταμηνύω, καταγγέλλω Δαρδαν. Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Μακεδ. Πόντ. (Κοτύωρ. Κρώμν. Σάντ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) Ρόδ. Σάμ. Σκῦρ. Σύμ. Τῆν. : Ἐπῆα ταὶ τὸν ἀγκάλεσα ᾿ς τὸν μητροπολίτην Κύπρ. Καὶ ᾿γὼ τοὺν ἀgάλισα ᾿ς τοῦ βασιλεˬὰ Αἶν. ᾿Ὰ πάω θέλω νὰ τὸν ᾿gαλέσω Σύμ. || Φρ. ᾿Σ τὸν Θεὸν σ᾿ ἔχω ἀγκαλεμένον (ἀρὰ) Κύπρ. || Παροιμ. Σὰν φιλᾷ ὁ καδῆς τὴ μάννα σου, ποῦ νὰ πάῃς νὰ ᾿γκαλέσῃς;Ρόδ. || ᾌσμ. ᾿Σ τὸν οὐρανό, ποὺ ᾿ν᾿ ἀψηλά, θὰ πάν νὰ σ᾿ ἀgαλέσουν Σάμ. Δὲν ηὗρες κρίσι νὰ μὲ κρί᾿, κριτὴ νὰ μ᾿ ἀgαλέσῃς Αἶν. ᾿Ὲν ἔει κρίσιν γιˬὰ καῆν νὰ πάς νὰ μ᾿ ἀγκαλέσῃς, μόν᾿ ἀγκαλε͜ιεῖς με ᾿ς τὸ Θεὸν τὴν ὥρα ποῦ νὰ π-πέσῃς; (καῆν=καδῆν, κριτὴν) Κύπρ. Οὕτως ἀπολύτως, ἄνευ προσδιορισμοῦ τῆς αἰτίας, ἤδη ἀρχ. Πβ. Dittenberger Syll. inscr. Gr.2 129,58: «Ὅπως ἂν…μὴ ἐγκαλῶσι τῷ γήμῳ τῷ Ἀθηναίων». β)Ἀπαιτῶ διακστικῶς, ἐνάγω εἰς τὸν ἁρμόδιον κριτήν, κάμνω ἀγωγὴν κατά τινος Θρᾴκ. (Αἶν.) Κάρπ. Κύπρ. Μοσχονήσ. Πόντ. (Οἰν. Ὄφ.) Σάμ.: Οὐτ᾿ ἐθέλεσε νὰ δί᾿ με, ντὸ χρωστεῖ με, ταὶ ἐγκάλεσα ᾿τονα (οὐτ᾿=οὐχί, νὰ δί᾿=νὰ δώσῃ) Ὄφ. Τὸν ἐγκάλεσε γιˬὰ τὰ ἄσπρα του καὶ ἐπαρουσίασε τὸ ὁμόλογόν του Κάρπ. Ἰγὼ θέλου τὰ γρόσιˬα, ἀλλεˬῶς θὰ σᾶς ἀgαλέσου Μοσχονήσ. Αὐριου θὰ παρουσιˬαστοῦνι τέσσιρις ἀθρώπ᾿ ν᾿ ἀgαλέσουν ἕνα μουνάχα φτουχὸ ἄθρούπου Αἶν. || Πελοπν. Ὕστερα πεˬὸν ἀπ-πῶσαν τον, πάει τ᾿ ἀγκάλεσέν τους, λίρες τριαντατέσσερεις μερκέζιν ἔφερέν τους Κύπρ. Ἀλληλοπαθῶς Κύπρ. Πόντ. (Τραπ.) κ.ἀ.:Ἀγκαλε͜ιοῦνται (προσφεύγουν εἰς τὰ δικαστήρια κατ᾿ ἀλλήλων) Κύπρ. Ἀγκαλέστησαν αὐτόθ. Ἐπῆγαν κι ἐγκαλέθανε (ἐνήγαγον ἀλλήλους) Τραπ. 2)Μηνύω τινὰ διὰ πρᾶξιν κολάσιμον, καταμηνύω, καταγγέλλω, ἰδίᾳ εἰς τοὺς γονεῖς, εἰς τοὺς διδασκάλους, εἰς τὸν προϊστάμενον κτλ. Ἀστυπ. Εὔβ. (Κονίστρ. Κύμ. κ.ἀ.) Ἤπ. Κύπρ. Μακεδ. (Καστορ. Σιάτ. Σισάν.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) Σίφν.:Ἡ μάννα μ᾿ ἐγκάλεσε με ᾿ς σὸν κύρι μ᾿ Τραπ. Ἐπῆεν ἐγκάλεσε με ἐξάδελφο μ᾿ ᾿ς σὸν κύρ᾿ν ἀτ᾿ αὐτόθ. Στὰ ἥσυχα, ἂν ᾿κ᾿ ἔν᾿, ἀγκαλῶ σε ᾿ς σὸν δσκαλον (ἂν ᾿κ᾿ ἔν᾿=ἄλλως) Κοτύωρ. Ἐγκάλεσε με ᾿ς σὸν ἀδελφό μ᾿ Χαλδ. || Παροιμ. Γκιˬώνης δέρνει, Γκιˬώνης σκούζει, Γκιˬώνης τρέχει κιˬ ἀγκαλνάει ΙΒενιζέλ. ἔνθ᾿ ἀν. || ᾎσμ. Ἂν πάῃς τ᾿ ἀγκαλέσῃς με ταὶ εἰπῇς πῶς σὲ ἀάπουν, θὰ πῶ τ᾿ ἐγιˬὼ πῶς μ᾿ ἔτρεες ᾿ς τὲς στράτες ποῦ παρπάτουν Κύπρ. Συνών. μαρτυρῶ, προδίνω. 3)Μέσ. ἐπικαλοῦμαι, ζητῶ Χίος: Ἐγκαλέστη τὴν χάριν τῆς Παναγίας τσ᾿ ἐν τῷ ἅμα ἔγιˬανε τὸ παιδί του. Ἡ σημ. καὶ μεταγν. Πβ. Στράβ. 14,649 «οὗτοι δ᾿ εἰδὶ καὶ οἱ ἐγκαλοῦντες τὴν τῶν θεῶν ἰατρείαν». β)Παρακαλῶ Μακεδ. (Θεσσαλον.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA