ἀβγάστρια
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβγάστρια
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἀβγάστρια ἡ, ᾠβάστρα Πόντ. (Χαλδ.) ᾠβάστρα Πόντ. (Κοτύωρ. Ὄφ. Χαλδ.) ᾠβγάστρα Πόντ. (Τραπ.)
Ετυμολογία
Κατὰ τὸ ἐτυμολογικὸν σχῆμα κλέφτω-κλέφτρια κττ. παρήχθη κατ’ εὐθεῖαν ἐκ τοῦ *ἀβγάζω τὸ *ἀβγάστρια. Διὰ τὴν κατάληξιν –τρια -τρα ἰδ. ΓΧατζιδ. Γλωσσολ. Μελέτ. 183 κἑξ.
Σημασιολογία
1)Ἡ πολυτόκος, ἡ πολλὰ γεννῶσα ὄρνις Πόντ. (Κοτύωρ. Χαλδ.): ᾨβάστρα κοσσάρα (ὄρνις) Κοτύωρ. Χαλδ. Παιδολογᾷ ἅμον κοσσάρα ᾠβάστρα (γεννᾷ ὥς ὄρνις ᾠβ., ἐπὶ γυναικὸς πολυτόκου) Χαλδ. 2)Μεταφ. γυνὴ ἀνήσυχος, ἀεικίνητος (ὡς ἡ μέλλουσα νὰ γεννήσῃ ὄρνις ἀναζητοῦσα φωλεὰν ἢ μέρος κατάλληλον πρὸς τοῦτο) Πόντ. (Κοτύωρ.) 3)Μία τῶν δέκα ὑποδιαιρέσεων τῆς παιδιᾶς λίντζα (πεντόβολα), καθ’ ἣν καταθέτουν εἰς τὴν γῆν τρία σφαιρίδια, δύο δὲ ἄλλα κρατοῦν εἰς τὴν χεῖρα, ἀναρριπτοντες δὲ τὸ ἕτερον τούτων, μέχρις ὅτου κατερχόμενον πιάσουν αὐτό, ἀνταλλάσσουν τὸ ὑπολειφθὲν εἰς τὴν χεῖρα μὲ ἕν ἀπὸ τὰ κατακείμενα τρία, τοῦτο δὲ ἐπαναλαμβάνεται τρὶς (ἡ λ. μετέπεσεν εἰς τὴν σημασίαν ταύτην πιθανῶς ἐκ τοῦ ὅτι καθὼς εἰς τὴν φωλεὰν τῆς ἐπιτόκου ὄρνιθος ἀφίνομεν πάντοτε ἕν ᾠον διὰ νὰ προσελκύεται αὐτὴ καὶ νὰ μὴ γεννᾷ ἀλλαχοῦ, τοιουτρόπως καὶ κατὰ τὴν παιδιὰν ταύτην ἀναλαμβάνοντες ἐκ τῆς γῆς ἕν τῶν κατακειμένων σφαιριδίων ἀφίνομεν ἑκάστοτε τὸ εἰς τὴν χεῖρα εὑρισκόμενον) Πόντ. (Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA