ἀγκαννάρημα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγκαννάρημα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀγκαννάρημα τό, Κύθηρ. ἀgαννάρημα Νάξ. ἀγκανάρισμα Παξ. ἀgαννάρισμα Νάξ. Πάρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀγκαννάρω.

Σημασιολογία

1)Ὑπερβολικὴ προσπάθεια πρὸς ἐπιτυχίαν τινὸς Νάξ. Πάρ.:Ἀπὸ τὸ ἀgαννάρισμα τῆς ἔπεσε τὸ παιδὶ Πάρ. 2)Ὑποχρέωσις ἐπιβεβλημένη ὑπ᾿ ἀνάγκης Παξ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/