ἀβγατίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβγατίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀβγατίζω ἐβγατίζω Κύπρ. Χίος ἀβγατίζω κοιν. καὶ Κορσ. Πόντ. (Τραπ.) ἀβγατίζου Β.Εὔβ. Ἤπ. Θεσσ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Ἴμβρ. Σάμ. κ.ἀ. ἀβγατίν-νου Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀβγακίχου Τσακων. ’βγατίζω Κρήτ. Κυκλ. (Θήρ. Κύθν. Νάξ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Λακων.) Προπ. (Ἀρτάκ. Πάνορμ.) Τῆλ. Χίος κ.ἀ. ’βγαίζ-ζω Σύμ. ’βκατίζω Κύπρ. ’βγαρτίζω Κρήτ. ᾿βγατίν-νου Λυκ. (Λίβυσσ.) ἀβγατῶ Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Ἤπ. (Κόνιτσ.) Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Πελοπν. (Βασαρ. Λακων.) κ.ἀ. ἀβγατάω Πελοπν. (Λακων. Μεσσ.) ἀβγατάου Ἤπ. (Ἄρτ.) Θεσσ. Πελοπν. (Τριφυλ.) ἀφγατάου Θεσσ. ᾿βγατάω Πελοπν. (Λακων.) Παθ. ἀβγατίζουμι Ἤπ. Ἐνεργ. μετοχ. ἀβγατίζοντα Πελοπν. (Λεντεκ.) Παθ. μετοχ. ἀβγατιζάμενος Παξ. ἀβγατιζούμενος Παξ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεταγν. ἐπίθ. ἐκβατὸς γενομένου ἐγβατὸς καὶ περαιτέρω ἐβγατὸς κατ’ ἀντιμετάθεσιν γραμμάτων καθὼς καὶ ἐκβάλλω-ἐγβάλλω-βγάλλω. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἐπιστ. Ἐπετ. Πανεπ. 6 (1909/10) 92 κἑξ. Ὁ τύπ. ἐβγατίζω ἤδη παρὰ Σαχλίκ. Γραφαὶ καὶ Στίχοι στ.176 (ἔκδ. Wagner σ. 69) «ὁ μάστορας ὁ ζαριστὴς πιστεύγει νὰ ἐβγατίσῃ». Ἐν τῷ τύπ. ᾿βγαρτίζω τὸ ρ. ἐγεννήθη κατ᾿ ἐπίδρασιν τοῦ ὡς πρὸς μίαν σημ. συνων. ξεβγαρτίζω.
Σημασιολογία
Α)Ἀμτβ. 1)Αὐξάνομαι, πληθύνομαι, συνήθως ἐπὶ τροφῶν κοιν.: Τὸ ρύζι τὸ καλὸ ἀβγατίζει πολὺ ᾿ς τὸ βράσιμο. Τὸ φαεῖ ἀβγατίζει. Ἀβγατίζει τὸ ψωμὶ ἅμ᾿ ἀνεβῇ κοιν. Τ᾿ ἀλεύρι τὸ καλὸ ἀβγατάει Λακων. κ.ἀ. Τὸ φαγεῖ ἀβγάτισε σήμερα Φιλιππούπ. Μὲ τὸ λᾴδι ἀβγατίζει ἡ ἀλιˬάδα (σκορδαλλιὰ) Ἰθακ. Ὅταν τρώς κρέας ἀβγατίζει καὶ τὶ ψωμὶ (ἤτοι ἐπαρκεῖ περισσότερον χρόνον) Παξ. Εἶναι φαεῖ ἀβγατιζάμενο, ὄχι σὰν τὸ κρεˬὰς ποῦ χάνεται μέσ᾿ ’ς τὸ τσουκάλι αὐτόθ. Συνών. ἀβγατερό, ἀβγατιστερό, πληθερό. 2)Προχωρῶ, πηγαίνω καλά, προκόπτω, προοδεύω σύνηθ.: Δὲ ᾿βγατίζει ἡ δουλε͜ιὰ Κρήτ. Δὲν ἀβγατίζ’ ἡ δ᾿λε͜ιὰ Ἴμβρ. Ἡ δουλε͜ιὰ ἀβγατίζει Μῆλ. Ὁ ἀργάτης ἀβγάτισε (ἐπροχώρησεν ἐν τῇ ἐργασίᾳ) Λακων. Πορπατεῖ, ἀμ᾿ ἒν ἠβγατίζ-ζει Σύμ. Δὲ ᾿βγατίζει ὁ μύλος (δὲν ἐργάζεται καλά, ἤτοι ἀλέθει ὀλίγον) Κρήτ. ᾿Βγατίζει τὸ χωράφι-τὸ κριθάρι (προχωρεῖ καλὰ ὁ θερισμός του) Τῆλ. ᾿Βγατίζουν οἱ ἐλα͜ιὲς (ἀποδίδουν ἀρκετήν ποσότητα ἐλαίου) αὐτόθ. Ἔτσι δὲ ᾿βγατίζει ἡ δουλε͜ιά σου Χίος. β)Προχωρῶ περισσότερον ἄλλου, προσπερνῶ Σάμ.: Ἔλα νὰ δοῦμι πο͜ιὸς θ’ ἀβγατίσ᾿. γ)Ἀπρόσ. πηγαίνει καλά, συμφέρει Κρήτ. Λυκ. (Λιβύσσ.): Δέ με ᾿βγατίζει Κρήτ. Δὲν μὲ ᾿βγατίν-νει Λίβυσσ. 3)Μεταφ. ἀπαλλάτομαι τῆς δυστυχίας, ἀνακύπτω ἐκ τῆς ἀφανείας, προάγομαι, εὐτυχῶ Πόντ. (Τραπ.) Β)Μετβ. 1)Αὐξάνω, προσαυξάνω, μεγαλώνω, πολλαπλασιάζω κοιν.: Θὰ τ᾿ ἀβγατίζω τὰ χρήματά μου. Ἐφέτος θ᾿ ἀβγατίσω τὴ δουλε͜ιά μου. Τοῦ ἀβγάτισε τὸ μιστὸ κοιν. Ἀβγάτ᾿σε τὸν παρᾶ τ᾿ Σαρεκκλ. Παdρευτήκαν, ἀβγάτισαν ᾿γγόνιˬα καὶ ᾿γγόνιˬα! Αὐτόθ. Ἀβγάτισα τὸ δρόμο (ἐπετάχυνα τὰ βήματά μου, ὥστε νὰ προχωρῶ περισσότερον) Λακων.|| Φρ. Οὑ Θεὸς νὰ τ᾿ς ἀβγατάῃ τ᾿ν ἰλπίδα! (εὐχὴ) Ἤπ.|| Παροιμ. Τὸ καλὸ ἄλογο ἀβγατάει μοναχό του τὴν ταγὴ (ὅτι ὁ ἄνθρωπος διὰ τῆς ἱκανότητός του εὐδοκιμεῖ) Λακων. ||ᾎσμ. Πο͜ιὸς ἦταν π᾿ ἀναστέναξε, ᾿ποῦ στάθη τὸ καράβι; ἂν εἶν᾿ ἀπὸ τοὺς δούλους μου, ρόγα νὰ τ᾿ ἀβγατίσω Πελοπν. (Αἴγ.) β)Προσφέρω περισσότερα, ὑπερτιμῶ, πλειοδοτῶ ἐν πλειστηριασμῷ κττ. Β.Εὔβ. Ἤπ. Θεσσ. Θρᾴκ. Κρήτ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Σάμ. κ.ἀ.: Ἀβγάτισε καὶ τὸ πῆρε Θρᾴκ. ᾿Σ αὐτὸ ποῦ ᾿δουσι θ᾿ ἀβγατίσου ᾿γὼ Σάμ. Συνών. ἀπανωβάνω. 2)Ἐπισπεύδω, τελειώνω, ἀποπερατώνω τι Ἄνδρ. Ζάκ. Θήρ. Κύθν. Νάξ. (Ἀπύρανθ. κ.ἀ.) Σίφν. Χίος κ.ἀ.: Ἄνηλα πιˬάσαμε τὴν πλύσι κιˬ ἀκόμα ν᾿ ἀβγατίσωμε! (πρὸ τῆς ἀνατολῆς τοῦ ἡλίου ἠρχίσαμεν τὴν πλύσιν καὶ ἀκόμη δὲν ἐτελειώσαμεν) Ἀπύρανθ. Ἐβγατίσαμε τσοὶ δουλε͜ιὲς αὐτόθ. Θὰ τ᾿ ἀβγατίσωμε σήμερα τὰ σῦκα (ἤτοι θὰ ἀποπερατώσωμεν τὴν συγκομιδὴν τῶν σύκων) Ἄνδρ. Ἤστρωσέ μου ὁ καιρὸς καὶ ᾿βγάτισα (ἔγινεν ὁ καιρὸς εὐνοϊκὸς καὶ ἐτελείωσα) Νάξ. Ἄλ-λα ποῦ ᾿ναι δροσκιˬὸ νὰ τ᾿ ἀβγατίσωμε (ἐμπρὸς τώρᾳ ποῦ εἶναι δροσιὰ νὰ τὰ τελειώσωμεν) Σίφν. Ἔλα, βγάτιζε, κ᾿ ἠβράδυˬαζε Θήρ. Ἐβγατίσαμε (ἐτελειώσαμεν δηλ. τὴν ἐργασίαν μας) Χίος Κοίταξε ν᾿ ἀβγατίσῃς μάνε μάνε (σπεῦσε νὰ ἔλθῃς ταχέως ἐννοουμένης ἢ μὴ ἀποπερατώσεως ἐργασίας τινὸς) αὐτόθ. Ἀβγάτισες τσ᾿ ἧρθες (ἐπρόλαβες νὰ ἔλθῃς) Ἀνδρ. Πβ. ἀβγατένω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA